ΙΚΑ 25/01/2005
ΓΕ: Σ78/2/25-1-05
Θέμα: Σχετικά με τη δυνατότητα χορήγησης σύνταξης από εργατικό ατύχημα σε συνταξιούχο λόγω γήρατος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο οποίος εργάζεται μετά τη συνταξιοδότηση του, ασφαλιζόμενος στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Σχετ.: α) Το με αρ. πρωτ. 127045/Φ52-3/31.5.1972 Γενικό Έγγραφο
β) Η Εγκύκλιος 3/2001
γ) Το με αρ. πρωτ. Σ81/35/18.9.2001 Γενικό Έγγραφο
1. Με το ανωτέρω (α) σχετικό Γενικό Έγγραφο έγινε δεκτό ότι, ενόψει της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 29 του ΑΝ 1846/51, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 4476/65, με την οποία δεν απαγορεύεται η αναγνώριση και άλλου συνταξιοδοτικού δικαιώματος (με έκδοση δεύτερης απονεμητικής πράξης), παρά µόνο η καταβολή δύο συντάξεων στον ίδιο συνταξιούχο από προσωπική του εργασία, είναι δυνατή, για λόγους ίσης μεταχείρισης, η χορήγηση της συμφερότερης παροχής λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου, εφόσον συντρέχουν, βεβαίως, και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, και σε συνταξιούχο λόγω γήρατος, ο οποίος παρέχει εργασία που υπάγεται στην ασφάλιση του κλάδου συντάξεως του Ιδρύματος.
Αυτό το δικαίωμα δε έγινε δεκτό, στο ίδιο ανωτέρω Γενικό Έγγραφο, ότι υφίσταται παράλληλα με τη δυνατότητα που δίνεται από τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 29 του ΑΝ 1846/51 για συνυπολογισμό των ημερών εργασίας που πραγματοποίησαν οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος μετά τη συνταξιοδότηση τους και για επανυπολογισμό του ποσού της σύνταξης που χορηγήθηκε από αυτή την αιτία.
2. 'Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 63 του Ν. 2676/99, η οποία ισχύει από 5.1.2001, για να προσαυξηθεί το ποσό της σύνταξης του εργαζόμενου συνταξιούχου γήρατος ή για να θεμελιώσει αυτός νέο συνταξιοδοτικό δικαίωμα με το χρόνο που εργάστηκε και για τον οποίο ασφαλίστηκε στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μετά τη συνταξιοδότηση, θα πρέπει να έχει ανασταλεί η καταβολή της σύνταξης του για όσο χρονικό διάστημα εργάζεται ασφαλιζόμενος στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Ο συνταξιούχος δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος την αναστολή καταβολής της σύνταξης του, από την έναρξη της νέας του απασχόλησης και μετά (όχι όμως εκ των υστέρων να επιστρέψει τα ποσά συντάξεων που λάμβανε παράλληλα), οπότε ο χρόνος της απασχόλησης του λαμβάνεται υπόψη τόσο για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης όσο και για τη θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 9 και 10 του άρθρου 47 του Ν. 2084/92.
Εξάλλου και ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας, ο οποίος εργάζεται με όρους ασφαλιστικής αναπηρίας, έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τις ημέρες που εργάστηκε μετά τη συνταξιοδότηση του, είτε για να προσαυξήσει το ποσό της σύνταξης του είτε για να θεμελιώσει νέο συνταξιοδοτικό δικαίωμα (σχετ. β).
Επομένως, η διαφορά ανάμεσα στο συνταξιούχο γήρατος και το συνταξιούχο λόγω αναπηρίας, οι οποίοι εργάζονται μετά τη συνταξιοδότηση τους και επιθυμούν να αξιοποιήσουν το χρόνο ασφάλισης τους, είναι ότι ο πρώτος έχει αυτή τη δυνατότητα μόνο αν έχει ανασταλεί η καταβολή της σύνταξης του για το χρονικό διάστημα που εργάζεται.
Συνεπώς, για το συνταξιούχο λόγω γήρατος που εργάζεται χωρίς αναστολή της καταβολής της σύνταξης του, ο χρόνος απασχόλησης δεν είναι συντάξιμος. Έτσι, στην περίπτωση που υποστεί εργατικό ατύχημα κατά τη διάρκεια αυτής της απασχόλησης, δεν είναι δυνατόν να μετατρέψει τη σύνταξη λόγω γήρατος σε σύνταξη λόγω αναπηρίας από εργατικό ατύχημα.
3. Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να διευκρινίσουμε τα ακόλουθα:
Η αξιοποίηση του χρόνου ασφάλισης μετά τη συνταξιοδότηση είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί τόσο στην περίπτωση που η αναστολή είναι υποχρεωτική και διενεργείται οίκοθεν από την Υπηρεσία (όταν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 63 του Ν. 2676/99 για τους εργαζόμενους συνταξιούχους που δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους και έχουν θεμελιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης μετά την 5.1.1999) όσο και στην περίπτωση που ο ίδιος ο συνταξιούχος υποβάλλει αίτημα αναστολής της καταβολής της σύνταξης του.
Αντίθετα, στην περίπτωση που γίνεται καταλογισμός ποσού συντάξεων, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 63 του Ν. 2676/99, επειδή ο συνταξιούχος παρέλειψε να δηλώσει, ως όφειλε, την απασχόληση του (τελευταίο εδάφιο παρ. 5 άρθρου 63 Ν. 2676/99), ο χρόνος για τους μήνες που καταλογίζονται ποσά συντάξεων δεν είναι συντάξιμος. Και τούτο διότι δεν συσχετίζεται η έννοια της αναστολής με την έννοια του καταλογισμού, παρά το γεγονός ότι και οι δύο περιπτώσεις ισοδυναμούν με στέρηση του ποσού της σύνταξης.
4. Σύμφωνα με την ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, είναι δυνατόν να θεμελιωθεί συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω αναπηρίας από εργατικό ατύχημα με μία και μόνο ημέρα ασφάλισης.
Κατά τη μηχανογραφική διαδικασία που τηρείται για τις αναγγελίες των μεταβολών στη Μηχανογράφηση, συνήθως μεσολαβεί χρονικό διάστημα τριών μηνών για την ενεργοποίηση κάθε αναγγελίας. Το ίδιο συμβαίνει και στις περιπτώσεις που πρέπει να αναγγελθεί αναστολή της καταβολής ποσού σύνταξης για τους εργαζόμενους συνταξιούχους.
Επομένως, στις περιπτώσεις που επαληθεύεται ο ασφαλιστικός κίνδυνος (εργατικό ατύχημα) κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία υποβάλλεται από το συνταξιούχο η δήλωση περί απασχόλησης (και, βέβαια, μετά την ημερομηνία αυτή) και της ενεργοποίησης της αναγγελίας της μεταβολής (αναστολή της σύνταξης), δηλαδή της μηχανογραφικής τακτοποίησης, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αναστολή υφίσταται κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.
Αυτή η αποδοχή δίνει τη δυνατότητα αξιοποίησης του χρόνου ασφάλισης κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα που προαναφέραμε, στην περίπτωση που συνταξιούχος λόγω γήρατος αξιώνει τη μετατροπή της σύνταξης του σε σύνταξη λόγω αναπηρίας από εργατικό ατύχημα, δηλαδή για τη θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Κατόπιν των ανωτέρω, είναι ευνόητο ότι εξακολουθούν µεν να ισχύουν οι σχετικές οδηγίες του (α) σχετικού Γενικού Εγγράφου περί της δυνατότητας χορήγησης της πλέον συμφέρουσας συνταξιοδοτικής παροχής, όμως πλέον υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν στο παρόν έγγραφο.