Εκτύπωση

Αθήνα 5/6/2003

1052506/1380/ΔΕ

ΠΟΛ. 1083

 

Θέμα: Περαίωση ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων επιτηδευματιών χρήσεων 1998 και παλαιότερων

 

ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:
κλπ.

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Περαίωση ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων επιτηδευματιών με βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. χρήσεων που έκλεισαν από 1/1/1993 μέχρι και 31/12/1998.

 

ΑΡΘΡΟ 1

Πεδίο Εφαρμογής της Ρύθμισης


Καθορίζουμε προαιρετικό, ειδικό τρόπο επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις ανέλεγκτες φορολογικές υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ, επιτηδευματιών με βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. χρήσεων που έκλεισαν από 1.1.1993 μέχρι και 31.12.98, με σκοπό την περαίωση αυτών, κατά τα οριζόμενα στα επόμενα άρθρα 2 έως 11.

 


 

ΑΡΘΡΟ 2

Υπαγόμενες και Εξαιρούμενες Υποθέσεις


1. Στην κατά τα ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται οι ανέλεγκτες υποθέσεις επιτηδευματιών που αφορούν χρήσεις που έκλεισαν από 1/1/1993 έως και 31/12/1998, για τις οποίες τηρήθηκαν βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., με μέσο όρο δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων στη φορολογία εισοδήματος, ανά υπαγόμενη χρήση, κατά τις ακόλουθες διακρίσεις:

α. Επί εμπορικών, τεχνικών και γεωργικών επιχειρήσεων:

αα. Επί επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή μεταποίησης – παραγωγής μέχρι 75.000.000 δραχμές.
ββ. Επί μικτών επιχειρήσεων, μέχρι 75.000.000 δραχμές, εφόσον ο μέσος όρος των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων από τη δραστηριότητα της παροχής υπηρεσιών, ανά υπαγόμενη χρήση, είναι μέχρι 25.000.000 δραχμές. Εξαιρετικά, το όριο των 25.000.000 δραχμών του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά 5.000.000 δραχμές για κάθε υπάλληλο που αποδεδειγμένα απασχολήθηκε με σχέση εξαρτημένης εργασίας κατά ­την τελευταία υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση, με ανώτατο όριο τις 37.500.000 δραχμές.
γγ. Επί επιχειρήσεων αμιγώς παροχής υπηρεσιών, μέχρι 25.000.000 δραχμές. Τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης υποπερίπτωσης ββ’ ισχύουν ανάλογα και εν προκειμένω.

β. Επί ελεύθερων επαγγελματιών, μέχρι 25.000.000 δραχμές.

2. Ως ακαθάριστα έσοδα, για την εφαρμογή των οριζόμενων στην προηγούμενη παράγραφο, λαμβάνονται αυτά που αναφέρονται στα άρθρα 30, 34, 41 και 49 του Ν.2238/1994, καθώς και στο άρθρο 105, εξαιρουμένων των εισοδημάτων από κινητές αξίες και από συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις και περιλαμβάνονται στην ομάδα επτά (7) του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ε.Γ.Λ.Σ.). Ειδικά επί επιχειρήσεων με εισοδήματα από ακίνητα, τα οποία συνιστούν ακαθάριστα έσοδα κατά τις κείμενες διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος, έχουν ανάλογη εφαρμογή, ως προς την υπαγωγή, τα οριζόμενα στα πρώτα εδάφια των υποπεριπτώσεων ββ’ και γγ’ της παραγράφου 1.α’ για τις επιχειρήσεις με παράλληλη ή αποκλειστική άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών.
3. Σε περίπτωση που υφίσταται υπερδωδεκάμηνη διαχειριστική περίοδος έναρξης, για τον υπολογισμό του μέσου όρου των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων, κατ’ εφαρμογή των οριζόμενων στις προηγούμενες παραγράφους, λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός αριθμός των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων, προσαυξανόμενων κατά μίας, η οποία αντιστοιχεί στη μικρότερη του δωδεκαμήνου περίοδο της υπερδωδεκάμηνης διαχειριστικής περιόδου.
4. Από τις υπαγόμενες κατά τις προηγούμενες παραγράφους υποθέσεις, εξαιρούνται:

α. Οι υποθέσεις επιτηδευματιών, εφόσον έστω και για μία υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση προκύπτει αναμφισβήτητα από υφιστάμενες παραβάσεις του Κ.Β.Σ. ή δελτία πληροφοριών ή στοιχεία άλλης αρχής, η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η λήψη εικονικών ή η νόθευση φορολογικών στοιχείων.
β. Υποθέσεις που αφορούν χρήσεις για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος ή εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. Στις περιπτώσεις αυτές εξαιρούνται και οι επόμενες χρήσεις.
γ. Υποθέσεις που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς φορολογίας πλοίων για τη δραστηριότητα της εκμετάλλευσης του πλοίου.

5. Η εξαίρεση υποθέσεων κατά τα οριζόμενα στις περιπτώσεις α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου ισχύει εφόσον οι λόγοι εξαίρεσης, αναλόγως της περίπτωσης, συντρέχουν κατά την ημέρα υποβολής στην αρμόδια ΔΟΥ του ειδικού σημειώματος του άρθρου 8. Τυχόν δηλώσεις της περίπτωσης β’ της προηγούμενης παραγράφου που υποβάλλονται εκπρόθεσμα από της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, υπόκεινται σε έλεγχο και, εφόσον διαπιστωθεί η ανακριβής μεταφορά σε αυτές των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων, η περαίωση με βάση την απόφαση αυτή ανατρέπεται για τη συγκεκριμένη χρήση, εφαρμοζομένων περαιτέρω ανάλογα για τη χρήση αυτή των οριζόμενων στην παράγραφο 9 του άρθρου 11.

 


 

ΑΡΘΡΟ 3

Προσδιορισμός Ακαθάριστων Εσόδων


1. Επί μικτών επιχειρήσεων, επιχειρήσεων αμιγώς παροχής υπηρεσιών, καθώς και ελεύθερων επαγγελματιών, που τήρησαν βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. προαιρετικώς, για τον προσδιορισμό των ακαθάριστων εσόδων τόσο στη φορολογία εισοδήματος όσο και στη φορολογία Φ.Π.Α., στο πλαίσιο της ρύθμισης αυτής, λαμβάνονται υπόψη και συγκρίνονται τα αριθμητικά δεδομένα και οικονομικά μεγέθη που εμφανίζονται στις υποβληθείσες δηλώσεις και τα οικεία συμπληρωματικά στοιχεία φορολογίας εισοδήματος, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτά βρίσκονται σε συνάφεια μεταξύ τους, κατά τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους 2 και 3. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζονται για τις επιχειρήσεις πώλησης εμπορευμάτων ή μεταποίησης – παραγωγής με παράλληλη δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών, εφόσον το σύνολο των ακαθάριστων εσόδων από την παροχή υπηρεσιών για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις δεν υπερβαίνει το 10% του συνόλου των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων για τις ίδιες χρήσεις, όπως αυτά λαμβάνονται κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2, εξαιρουμένων και των τυχόν εισοδημάτων από ακίνητα, αν πρόκειται για επιχειρήσεις για τις οποίες τα εισοδήματα αυτά συνιστούν ακαθάριστα έσοδα.
2. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα βάσει δηλώσεων αριθμητικά δεδομένα και οικονομικά μεγέθη των επιτηδευματιών για τους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου βρίσκονται σε συνάφεια μεταξύ τους, συγκρίνονται τα δηλωθέντα σε όλες τις υπαγόμενες χρήσεις ακαθάριστα έσοδα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 2, εξαιρουμένων και των τυχόν εισοδημάτων από ακίνητα, αν πρόκειται για επιχειρήσεις για τις οποίες τα εισοδήματα αυτά συνιστούν ακαθάριστα έσοδα, με το άθροισμα των ακόλουθων οικονομικών μεγεθών, όπως αυτά επίσης προκύπτουν από τις υποβληθείσες δηλώσεις των ίδιων χρήσεων:

α. Των αγορών, πλην των αγορών παγίων. Στις αγορές αυτές προστίθεται η δηλωθείσα απογραφή έναρξης της πρώτης υπαγόμενης στη ρύθμιση χρήσης και αφαιρείται η δηλωθείσα απογραφή λήξης της τελευταίας υπαγόμενης στη ρύθμιση χρήσης.
β. Των εξόδων και δαπανών.
γ. Των αποσβέσεων.
δ. Των καθαρών κερδών που αναλογούν στο άθροισμα των παραπάνω μεγεθών α’, β’ και γ’ με την εφαρμογή του προβλεπόμενου μοναδικού συντελεστή καθαρών κερδών (Μ.Σ.Κ.Κ.) ή σε περιπτώσεις περισσότερων του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., με την εφαρμογή του μέσου σταθμικού συντελεστή που προκύπτει από τη διαίρεση του συνόλου των καθαρών κερδών όλων των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων, υπολογιζόμενων με την εφαρμογή του προβλεπόμενου Μ.Σ.Κ.Κ. επί των οικείων κατά περίπτωση δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων, δια του συνόλου των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων των ίδιων χρήσεων.

Στις περιπτώσεις που τα ακαθάριστα έσοδα ανά μοναδικό συντελεστή καθαρών κερδών δεν προκύπτουν από τις υποβληθείσες δηλώσεις και τα οικεία συμπληρωματικά στοιχεία, ο διαχωρισμός αυτός γίνεται από την επιχείρηση, βάσει υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του Ν.1599/1986 που επισυνάπτεται στο ειδικό σημείωμα του άρθρου 8 της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων και τα διαθέσιμα εν γένει στοιχεία.

Εφόσον προκύπτει δεκαδικός αριθμός μέσου σταθμικού συντελεστή, με περισσότερα από ένα δεκαδικά ψηφία, το δεκαδικό τμήμα αυτού στρογγυλοποιείται στο πλησιέστερο δέκατο. Εξαιρετικά, επί ελεύθερων επαγγελματιών, ως καθαρά κέρδη λαμβάνονται οι καθαρές αμοιβές που προκύπτουν από την εφαρμογή επί των ακαθάριστων αμοιβών που δηλώθηκαν συνολικά σε όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις, του οικείου συντελεστή καθαρών αμοιβών. Ειδικά επί ιατρών συνεργαζόμενων με εταιρίες ιατρικών υπηρεσιών - Διαγνωστικά Κέντρα, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 4 της απόφασης 1016672/1038/ ΠΟΛ.1045/1999 .

3. Η τυχόν αρνητική διαφορά που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο κατανέμεται ισομερώς σε όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις και τα επί μέρους ποσά των διαφορών που αναλογούν σε κάθε χρήση προσαυξάνουν τα δηλωθέντα αντίστοιχα ακαθάριστα έσοδα.

Εξαιρετικά, η κατά τα ανωτέρω προκύπτουσα αρνητική διαφορά μειώνεται πριν την κατανομή της κατά το 10% αυτής, εφόσον η επιχείρηση τελούσε σε αδράνεια για διάστημα μεγαλύτερο από μία χρήση ή γεγονότα ανωτέρας βίας ή ειδικοί λόγοι ή ιδιαίτερες συνθήκες επηρέασαν αρνητικά τη λειτουργία της επιχείρησης.
4. Αν για υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις οποιασδήποτε επιχείρησης ή ελεύθερου επαγγελματία υφίστανται διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις Κ.Β.Σ., τα τυχόν αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα στη χρήση προστίθενται στα δηλωθέντα για την ίδια χρήση και το προκύπτον άθροισμα προσαυξάνεται κατά 10%. Ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2. Εξαιρετικά, το παραπάνω ποσοστό προσαύξησης ορίζεται σε 20% για τις περιπτώσεις παραβάσεων που αφορούν:

- Μη έκδοση για περισσότερες από μία φορές μέσα στην ίδια χρήση των προβλεπόμενων από τον Κ.Β.Σ. στοιχείων αξίας ή διακίνησης που διαπιστώθηκε από διαφορετικούς ελέγχους.
- Απόκρυψη φορολογητέας ύλης που υπερβαίνει το 10% της δηλωθείσας.
- Απώλεια βιβλίων ή στοιχείων των περιπτώσεων ε’ και στ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η απώλεια οφείλεται σε πυρκαγιά, σεισμό, πλημμύρα ή θεομηνία.

Με το ίδιο ποσοστό προσαύξησης 20% προσαυξάνεται το άθροισμα των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων πλέον των τυχόν αποκρυβέντων βάσει υφιστάμενης διαπιστωμένης ουσιαστικής παράβασης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 και για την υπαγόμενη στην παρούσα ρύθμιση χρήση εντός της οποίας έγινε κατάσχεση ανεπίσημων βιβλίων ή στοιχείων τα οποία δεν έχουν επεξεργαστεί, καθώς και για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις που προηγούνται αυτής.
5. Ως ουσιαστικές παραβάσεις για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου θεωρούνται οι παραβάσεις που αφορούν:

- Μη εμφάνιση ή ανακριβή εμφάνιση στα βιβλία που τηρήθηκαν, αγορών ή ακαθάριστων εσόδων ή αμοιβών.
- Μη έκδοση ή έκδοση ανακριβών ως προς την ποσότητα ή την αξία φορολογικών στοιχείων αξίας ή διακίνησης ή λήψη ανακριβών τέτοιων στοιχείων αγορών, διακίνηση αγαθών, χωρίς το προβλεπόμενο συνοδευτικό στοιχείο, θεωρείται ως μη έκδοση του στοιχείου αυτού.
- Μη τήρηση ή μη εμπρόθεσμη ενημέρωση των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. και του βιβλίου της παραγράφου 11 του άρθρου 64 του Ν.2065/1992.
- Μη απογραφή ή ανακριβή απογραφή περιουσιακών στοιχείων.
- Μη εμφάνιση της πραγματικής κατάστασης της επιχείρησης.
- Απώλεια βιβλίων ή στοιχείων των περιπτώσεων ε’ και στ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η απώλεια οφείλεται σε πυρκαγιά, σεισμό, πλημμύρα ή θεομηνία.

Με ουσιαστική παράβαση εξομοιώνεται και η κατάσχεση ανεπίσημων βιβλίων ή στοιχείων που έγινε εντός υπαγόμενης στη ρύθμιση χρήσης, τα οποία δεν έχουν επεξεργαστεί.

Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι βαρύνεται με ουσιαστική παράβαση η χρήση εντός της οποίας έγινε η κατάσχεση, καθώς και όλες οι υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις που προηγούνται αυτής.
6. Διαπιστωμένες θεωρούνται οι παραβάσεις για τις οποίες κατά την υποβολή του ειδικού σημειώματος του άρθρου 8 έχουν ήδη εκδοθεί και επιδοθεί:

- Υπηρεσιακά Σημειώματα Ελέγχου (Υ.Σ.Ε.) από τις υπηρεσίες του Σ.Δ.Ο.Ε.
- Αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. που είτε έχουν οριστικοποιηθεί, είτε εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ. για διοικητική επίλυση της διαφοράς ή ενώπιον οποιουδήποτε βαθμού δικαστηρίων.
- Ειδικά Σημειώματα Ελέγχου με τις διατάξεις της απόφασης 1061203/1148/ ΠΟΛ.1144/1998, όπως ισχύει, για τα οποία δεν επετεύχθη διοικητική επίλυση των διαφορών.

Με διαπιστωμένη παράβαση εξομοιώνεται και η ύπαρξη έκθεσης κατάσχεσης ανεπίσημων βιβλίων ή στοιχείων που κατασχέθηκαν εντός υπαγόμενης στη ρύθμιση χρήσης, τα οποία δεν έχουν επεξεργαστεί. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι υφίσταται διαπιστωμένη παράβαση για τη χρήση εντός της οποίας έγινε η κατάσχεση, καθώς και για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις που προηγούνται αυτής.
7. Εφόσον σε μία ή περισσότερες υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις συντρέχουν συγχρόνως οι λόγοι εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4, τότε συγκρίνονται τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν κατά τις διατάξεις αυτές και λαμβάνονται τελικά υπόψη τα μεγαλύτερα ποσά.
8. Σε περίπτωση που δεν προκύπτουν διαφορές ακαθάριστων εσόδων με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 3 ούτε υφίστανται διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις κατά τις παραγράφους 5 και 6, λαμβάνονται υπόψη και γίνονται δεκτά τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα.
9. Επί εισοδημάτων από ακίνητα επιχειρήσεων για τις οποίες τα εισοδήματα αυτά συνιστούν ακαθάριστα έσοδα, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4, καθώς και οι λοιπές διατάξεις της ίδιας παραγράφου, για τις περιπτώσεις που υφίσταται διαπιστωμένη απόκρυψη που αφορά τα εν λόγω εισοδήματα.

Σε περίπτωση που δεν συντρέχουν λόγοι εφαρμογής των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο, τα παραπάνω εισοδήματα λαμβάνονται ως έχουν με βάση τις οικείες δηλώσεις.

Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται σε καμιά περίπτωση επί των παραπάνω εισοδημάτων.
 

 

 

ΑΡΘΡΟ 4

Προσδιορισμός Διαφορών Καθαρών Κερδών


1. Στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας ρύθμισης, προσδιορίζονται, ανά χρήση, διαφορές καθαρών κερδών, κατά τις ακόλουθες διακρίσεις:

Α. Για αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις που τήρησαν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. προαιρετικώς, καθώς και για επιχειρήσεις γενικά, ανεξαρτήτως αντικειμένου εργασιών, που τήρησαν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. υποχρεωτικώς.

α. Επί μη ύπαρξης διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3.
Υπολογίζονται λογιστικές διαφορές με την εφαρμογή συντελεστή λογιστικών διαφορών 2% επί των δηλωθέντων στη χρήση ακαθαρίστων εσόδων ή αμοιβών και το προκύπτον ποσό αποτελεί τη διαφορά καθαρών κερδών, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην επόμενη παράγραφο.
β. Επί ύπαρξης διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3. Προσδιορίζονται κατ΄ αρχήν τα καθαρά κέρδη, ως ακολούθως:

- Επί εμπορικών επιχειρήσεων γενικά, με την εφαρμογή του προβλεπόμενου Μ.Σ.Κ.Κ. ή, σε περιπτώσεις περισσότερων του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., του μέσου σταθμικού συντελεστή που προσδιορίζεται κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων στην παράγραφο 2.δ’ του άρθρου 3 σε επίπεδο χρήσης, κατά περίπτωση, επί των προσδιοριζόμενων κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ακαθάριστων εσόδων, προσαυξημένου κατά 50%.
- Επί τεχνικών επιχειρήσεων, με την εφαρμογή του προβλεπόμενου Μ.Σ.Κ.Κ. ή σε περιπτώσεις περισσότερων του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., του μέσου σταθμικού συντελεστή που προσδιορίζεται κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων στην παράγραφο 2.δ’ του άρθρου 3 σε επίπεδο χρήσης, κατά περίπτωση, επί των προσδιοριζόμενων κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ακαθάριστων εσόδων, προσαυξημένου κατά 30%.
- Επί γεωργικών επιχειρήσεων καθώς και επί ελεύθερων επαγγελματιών, με την εφαρμογή του προβλεπόμενου Μ.Σ.Κ.Κ. ή, σε περιπτώσεις περισσότερων του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., του μέσου σταθμικού συντελεστή που προσδιορίζεται κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων στην παράγραφο 2.δ’ του άρθρου 3 σε επίπεδο χρήσης, ή του συντελεστή καθαρών αμοιβών, κατά περίπτωση, επί των προσδιοριζόμενων κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ακαθάριστων εσόδων ή αμοιβών, προσαυξημένου κατά 20%.

Περαιτέρω, από τα προσδιοριζόμενα για κάθε χρήση κατά τα ανωτέρω καθαρά κέρδη αφαιρούνται τα φορολογηθέντα και η προκύπτουσα θετική διαφορά αποτελεί τη διαφορά καθαρών κερδών ή αμοιβών, η οποία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερη από το άθροισμα του ποσού των λογιστικών διαφορών που προκύπτει με την εφαρμογή συντελεστή λογιστικών διαφορών 2% επί των δηλωθέντων στη χρήση ακαθάριστων εσόδων ή αμοιβών πλέον των τυχόν αποκρυβέντων, με το ποσό της ζημίας προηγούμενης χρήσης ή του μέρους αυτής που τυχόν συμψηφίστηκε με βάση την οικεία δήλωση.

Β. Για μικτές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις αμιγώς παροχής υπηρεσιών, καθώς και ελεύθερους επαγγελματίες, που τήρησαν βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. προαιρετικώς.

α. Επί μη ύπαρξης διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3.
Προσδιορίζονται κατ’ αρχήν τα καθαρά κέρδη ή οι αμοιβές που αντιστοιχούν στα τυχόν προκύπτοντα επί πλέον ακαθάριστα έσοδα ή αμοιβές κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 3, με την εφαρμογή του προβλεπόμενου Μ.Σ.Κ.Κ. ή, σε περιπτώσεις περισσότερων του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., του μέσου σταθμικού συντελεστή που προσδιορίζεται κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων στην παράγραφο 2.δ’ του άρθρου 3 σε επίπεδο χρήσης, ή του συντελεστή καθαρών αμοιβών, κατά περίπτωση. Περαιτέρω, το προκύπτον ποσό συγκρίνεται με το ποσό των λογιστικών διαφορών που προκύπτει κατά ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων στην πιο πάνω υποπερίπτωση Α.α’ και το μεγαλύτερο ποσό λαμβάνεται ως διαφορά καθαρών κερδών ή αμοιβών, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην επόμενη παράγραφο.
β. Επί ύπαρξης διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται ανάλογα τα αναφερόμενα στην πιο πάνω υποπερίπτωση Α.β’, με μόνη διαφορά ότι ο προβλεπόμενος Μ.Σ.Κ.Κ. ή, σε περιπτώσεις περισσότερων του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., ο μέσος σταθμικός συντελεστής ή ο συντελεστής καθαρών αμοιβών, κατά περίπτωση, εφαρμόζεται, προσαυξημένος ανάλογα, επί των προσδιοριζόμενων κατά τις παραγράφους 4 και 7 του άρθρου 3 ακαθάριστων εσόδων ή αμοιβών.

2. Στη διαφορά καθαρών κερδών που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στις υποπεριπτώσεις Α.α’ και Β.α’ της προηγούμενης παραγράφου, προστίθεται το ποσό της ζημίας ή του μέρους αυτής που τυχόν συμψηφίστηκε με βάση την οικεία δήλωση, εφόσον πρόκειται για ζημία που προέκυψε:

- σε προηγούμενη υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση με διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3 ή
- σε προηγούμενη υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση χωρίς ουσιαστικές παραβάσεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3, πλην όμως σε επόμενη χρήση, προηγούμενη της χρήσης που έγινε ο κατά δήλωση συμψηφισμός, υφίστανται ουσιαστικές παραβάσεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3.

3. Τυχόν προκύπτουσα ζημία με βάση την υποβληθείσα δήλωση της τελευταίας υπαγόμενης στη ρύθμιση χρήσης αναγνωρίζεται για μεταφορά και συμψηφισμό σε επόμενες χρήσεις κατά τις κείμενες διατάξεις, εφόσον προέκυψε σε υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση χωρίς ουσιαστικές παραβάσεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3 και δεν υφίστανται τέτοιες παραβάσεις και για όλες τις επόμενες υπαγόμενες στην ίδια ρύθμιση χρήσεις.
4. Ειδικά για τις επιχειρήσεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 3 έχουν ανάλογη εφαρμογή τα οριζόμενα στην περίπτωση Α’ της παραγράφου 1.
5. Επί επιχειρήσεων με εισοδήματα από ακίνητα, για τις οποίες εφαρμόζονται τα οριζόμενα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 3. ως διαφορά καθαρών κερδών κάθε χρήσης λαμβάνεται η διαφορά μεταξύ των προσδιοριζόμενων στη χρήση ακαθάριστων εισοδημάτων από ακίνητα, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις και των αντίστοιχων δηλωθέντων ακαθάριστων εισοδημάτων στην ίδια χρήση. Εφόσον οι παραπάνω επιχειρήσεις ασκούν και άλλη παράλληλη δραστηριότητα, κύρια ή δευτερεύουσα, η κατά τα ανωτέρω διαφορά καθαρών κερδών προστίθεται στη διαφορά καθαρών κερδών της παράλληλης δραστηριότητας που προσδιορίζεται κατά τις προηγούμενες παραγράφους, αναλόγως της περιπτώσεως και το άθροισμα αποτελεί τη συνολική διαφορά καθαρών κερδών των παραπάνω επιχειρήσεων.

 


 

ΑΡΘΡΟ 5

Προσδιορισμός Διαφορών Φόρου Εισοδήματος


1. Για τις διαφορές καθαρών κερδών ή αμοιβών που προκύπτουν κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, προσδιορίζονται, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στην επόμενη παράγραφο, διαφορές φόρου εισοδήματος, με την εφαρμογή επί των διαφορών καθαρών κερδών ή αμοιβών κάθε υπαγόμενης στη ρύθμιση χρήσης συντελεστή φορολόγησης 25% αν πρόκειται για ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες και του προβλεπόμενου για κάθε χρήση από τις ισχύουσες διατάξεις συντελεστή φορολόγησης, αναλόγως της περιπτώσεως, αν πρόκειται για λοιπούς υπόχρεους.
2. Ειδικά επί επιχειρήσεων ή ελεύθερων επαγγελματιών που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 33 και 51 του Ν.2238/1994, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 6 και 7 του Ν.2753/1999, ανεξάρτητα αν οι επιχειρήσεις αυτές ή οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν φορολογηθεί σύμφωνα με το ελάχιστο ποσό εισοδήματος που επροσδιορίζετο κατά τις ανωτέρω διατάξεις ή με το μεγαλύτερο ποσό εισοδήματος με βάση τα βιβλία τους, δεν αναζητούνται ποσά φόρων για τις διαφορές καθαρών κερδών ή αμοιβών που προσδιορίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, εκτός αν πρόκειται για χρήσεις για τις οποίες υφίστανται διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις Κ.Β.Σ. κατά τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 3.
3. Για τις διαφορές φόρων που προσδιορίζονται κατά τις προηγούμενες παραγράφους, δεν υπολογίζονται προσαυξήσεις και δεν επιβάλλονται πρόστιμα και κάθε είδους κυρώσεις.

 


 

ΑΡΘΡΟ 6

Κατανομή των Διαφορών Ακαθάριστων Εσόδων για το ΦΠΑ και Προσδιορισμός των Διαφορών του Φόρου


1. Για τον προσδιορισμό των διαφορών στη φορολογία Φ.Π.Α. λαμβάνονται υπόψη τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται ανά χρήση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3, αφαιρουμένων των δηλωθεισών εκροών με βάση τις υποβληθείσες εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α., στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται οι τυχόν ενδοκοινοτικές αποκτήσεις, πωλήσεις παγίων και πράξεις λήπτη. Η προκύπτουσα διαφορά ακαθαρίστων εσόδων, σε κάθε χρήση, κατανέμεται με βάση την αναλογία των δηλωθεισών στη χρήση εκροών, σε εκροές φορολογητέες κατά συντελεστή Φ.Π.Α. και σε εκροές απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών. Περαιτέρω, για τις προκύπτουσες βάσει της ανωτέρω κατανομής διαφορές φορολογητέων εκροών, προσδιορίζονται οι διαφορές φόρου που αναλογούν, με την εφαρμογή του οικείου κατά περίπτωση συντελεστή Φ.Π.Α. Εξαιρετικά, εφόσον πρόκειται για χρήσεις που δεν βαρύνονται με ουσιαστικές παραβάσεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3 και για τις οποίες από τις υποβληθείσες εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. προκύπτει ότι τουλάχιστον το 70% των δηλωθεισών εκροών συνίσταται σε απαλλασσόμενες εκροές με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, τότε το 50% της πιο πάνω προκύπτουσας διαφοράς ακαθαρίστων εσόδων θεωρείται ότι αφορά απαλλασσόμενες εκροές με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών.
2. Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. με βάση την υποβληθείσα εκκαθαριστική δήλωση της τελευταίας υπαγόμενης στη ρύθμιση χρήσης αναγνωρίζεται ως έχει για μεταφορά και συμψηφισμό σε επόμενες χρήσεις κατά τις κείμενες διατάξεις, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 8.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου ισχύουν ανάλογα και εν προκειμένω.

 


 

ΑΡΘΡΟ 7

Προσδιορισμός Ελάχιστου Ποσού Βεβαιωτέου Φόρου


1. Αν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 δεν προκύπτουν διαφορές φόρων ή αν το άθροισμα των διαφορών των φόρων που προκύπτουν κατά τα άρθρα αυτά, ανά υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση, υπολείπεται των ποσών που ορίζονται στην επόμενη παράγραφο, τότε τα ποσά αυτά λαμβάνονται ως ελάχιστα ποσά βεβαιωτέου φόρου ανά υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση.
2. Τα ελάχιστα ποσά βεβαιωτέου φόρου ανά υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση, για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ορίζονται ανάλογα με το μέσο όρο των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων ή αμοιβών των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων, ως ακολούθως:

α. Επί επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή μεταποίησης - παραγωγής:
Μέσος όρος ακαθαρίστων εσόδων ανά χρήση Ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση

μέχρι 5.000.000 δραχμές 100.000 δραχμές
Από 5.000.001 μέχρι 20.000.000 δραχμές 200.000 δραχμές
Από 20.000.001 μέχρι 50.000.000 δραχμές 300.000 δραχμές
Από 50.000.001 μέχρι 75.000.000 δραχμές 400.000 δραχμές

β. Επί εμπορικών επιχειρήσεων αμιγώς παροχής υπηρεσιών:
Μέσος όρος ακαθαρίστων εσόδων ανά χρήση Ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση

μέχρι 5.000.000 δραχμές 100.000 δραχμές
Από 5.000.001 μέχρι 10.000.000 δραχμές 200.000 δραχμές
Από 10.000.001 μέχρι 15.000.000 δραχμές 300.000 δραχμές
Από 15.000.001 μέχρι 25.000.000 δραχμές 400.000 δραχμές
Από 25.000.001 μέχρι 37.500.000 δραχμές 500.000 δραχμές

γ. Επί ελεύθερων επαγγελματιών:

Μέσος όρος ακαθαρίστων εσόδων ανά χρήση Ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση

μέχρι 3.000.000 δραχμές 100.000 δραχμές
Από 3.000.001 μέχρι 5.000.000 δραχμές 200.000 δραχμές
Από 5.000.001 μέχρι 10.000.000 δραχμές 300.000 δραχμές
Από 10.000.001 μέχρι 15.000.000 δραχμές 400.000 δραχμές
Από 15.000.001 μέχρι 25.000.000 δραχμές 500.000 δραχμές

3. Ως δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα για την εφαρμογή των οριζόμενων στην προηγούμενη παράγραφο λαμβάνονται τα πάσης φύσεως δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα που αναφέρονται στα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 2, συμπεριλαμβανομένων και των εισοδημάτων από κινητές αξίες και συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις, κατά το άρθρο 105 του Ν.2238/1994.
4. Επί μικτών επιχειρήσεων εφαρμόζονται ανάλογα τα οριζόμενα στην περίπτωση β’ της παραγράφου 2, εφόσον το σύνολο των ακαθαρίστων εσόδων από παροχή υπηρεσιών, για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις, αποτελεί τουλάχιστον το 50% του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων από όλες τις δραστηριότητες για τις ίδιες χρήσεις, διαφορετικά εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην περίπτωση α’ της ίδιας πιο πάνω παραγράφου. Τα ίδια ισχύουν ανάλογα και για τους ελεύθερους επαγγελματίες με παράλληλη άσκηση εμπορικής δραστηριότητας. Για εισοδήματα από ακίνητα, κινητές αξίες και συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις, επιχειρήσεων για τις οποίες τα εισοδήματα αυτά συνιστούν ακαθάριστα έσοδα κατά τις κείμενες διατάξεις, έχουν ανάλογη εφαρμογή τα οριζόμενα στην περίπτωση β’ της παραγράφου 2.
5. Ειδικά επί επιτηδευματιών με πωλήσεις καπνοβιομηχανικών προϊόντων, για τον υπολογισμό του μέσου όρου των ακαθαρίστων εσόδων, προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, αφαιρείται από το σύνολο των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων όλων των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων, ποσό ίσο με το 50% του συνόλου των αγορών καπνοβιομηχανικών προϊόντων που δηλώθηκαν στις ίδιες χρήσεις.
 

 

 

ΑΡΘΡΟ 8

Υποβολή Ειδικών Σημειωμάτων Υπολογισμού των Διαφορών Φόρων. Προϋποθέσεις Περαίωσης


1. Για την υλοποίηση της περαίωσης των ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων στο πλαίσιο της παρούσας ρύθμισης, υποβάλλονται από τους επιτηδευματίες που επιθυμούν να υπαχθούν στη ρύθμιση αυτή, ειδικά σημειώματα υπολογισμού των διαφορών φόρων, στα οποία υπολογίζονται οι διαφορές φόρων που προκύπτουν ­κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, συνολικά για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις. Η υποβολή των παραπάνω σημειωμάτων γίνεται στη Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια στη φορολογία εισοδήματος για την τελευταία υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση, μέχρι τις πιο κάτω ημερομηνίες, ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ του επιτηδευματία:

2. Η υποβολή των ειδικών σημειωμάτων της προηγουμένης παραγράφου σημαίνει την ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη αποδοχή της παρούσας ρύθμισης και εφόσον καταβληθεί το 1/10 των φόρων που προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρου 10, συνεπάγεται την περαίωση των οικείων ανέλεγκτων υποθέσεων ως προς τις φορολογίες εισοδήματος και Φ.Π.Α., με την προϋπόθεση της ορθής μεταφοράς σε αυτά των δεδομένων των δηλώσεων και των οικείων συμπληρωματικών στοιχείων, καθώς και του ορθού υπολογισμού των ακαθάριστων εσόδων και των καθαρών κερδών ή αμοιβών υπό το βάρος και των τυχόν παραβάσεων των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3 και με την επιφύλαξη των οριζόμενων στις επόμενες παραγράφους.
3. Εξαιρετικά, δεν αποτελούν αντικείμενο περαίωσης με βάση την παρούσα ρύθμιση οι τυχόν διαφορές στη φορολογία εισοδήματος που σχετίζονται με την εφαρμογή διατάξεων περί αναπτυξιακών νόμων.

Τα παραπάνω ισχύουν ανάλογα και στη φορολογία Φ.Π.Α., για τις τυχόν διαφορές που σχετίζονται με την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 , 3 και 4 του άρθρου 26 του Ν.1642/1986, καθώς και την έκπτωση ή επιστροφή Φ.Π.Α. δαπανών κατασκευής κτιριακών εγκαταστάσεων της επιχείρησης. Για τον έλεγχο σε σχέση με τις πιο πάνω διαφορές καθώς και την επίλυση και βεβαίωση των διαφορών αυτών, έχουν εφαρμογή οι ισχύουσες γενικές φορολογικές διατάξεις, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 12 της απόφασης 1061203/1148/ ΠΟΛ.1144/1998.
4. Η περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων γίνεται υποχρεωτικά για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις. Προϋπόθεση περαίωσης, σε κάθε περίπτωση, είναι η επίλυση, πριν από την υποβολή των ειδικών σημειωμάτων της παραγράφου 1, των τυχόν εκκρεμών φορολογικών διαφορών που αφορούν τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις, κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο.

 


 

ΑΡΘΡΟ 9

Επίλυση Υφιστάμενων Εκκρεμών Διαφορών που Αφορούν τις Υπαγόμενες στη Ρύθμιση Χρήσεις


1. Εάν κατά το χρόνο υποβολής των ειδικών σημειωμάτων του προηγούμενου άρθρου, υφίστανται οποιεσδήποτε καταλογιστικές πράξεις σχετιζόμενες με τη φορολογία εισοδήματος ή Φ.Π.Α. ή τον Κ.Β.Σ., που εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ. ή σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου ή ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου γενικά προκειμένου ειδικά για προσωρινά φύλλα ελέγχου ή πράξεις εισοδήματος ή Φ.Π.Α., οι οποίες αφορούν χρήσεις υπαγόμενες στη παρούσα ρύθμιση, η προηγούμενη επίλυση των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις πράξεις αυτές, με διοικητικό ή δικαστικό συμβιβασμό, κατά περίπτωση, εξαιρουμένων των προστίμων της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του Ν.1642/1986, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση υποβολής των παραπάνω ειδικών σημειωμάτων και περαίωσης των οικείων υποθέσεων.
2. Κατά την επίλυση των φορολογικών διαφορών των καταλογιστέων πράξεων της προηγούμενης παραγράφου, εφαρμόζονται για τον περιορισμό των πρόσθετων φόρων, προσαυξήσεων και προστίμων, οι ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις. Ειδικά για πράξεις που αφορούν πρόστιμα του Κ.Β.Σ. ή της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του Ν.1642/1986 και εκδόθηκαν μέχρι και 10 Σεπτεμβρίου 1997, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν.2523/1997, εφόσον αυτές είναι ευμενέστερες και με τον όρο ότι σε κάθε περίπτωση το πρόστιμο δεν μπορεί να περιοριστεί σε ποσό μικρότερο του 20% του αρχικά επιβληθέντος προστίμου. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ως προς την εφαρμογή του Ν.2523/1997, ισχύουν και για εκκρεμείς καταλογιστικές πράξεις που αφορούν πρόστιμα της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του Ν.1642/1986 που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο καθώς και πρόστιμα του Κ.Β.Σ. ή της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του Ν.1642/1986 που εκκρεμούν ενώπιον των Διοικητικών Εφετείων ή του Σ.τ.Ε., εφόσον ζητείται από τον υπόχρεο η επίλυση των σχετικών με τα πρόστιμα αυτά φορολογικών διαφορών πριν από την υποβολή των ειδικών σημειωμάτων του προηγούμενου άρθρου. Ειδικά για εκκρεμείς πράξεις που αφορούν πρόστιμα Κ.Β.Σ., έχουν επίσης εφαρμογή κατά την επίλυση των φορολογικών διαφορών οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.2753/1999 , καθώς και του άρθρου 9 του Ν.3052/2002 , εφόσον αυτές είναι ευμενέστερες.
3. Οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 25 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997 , εφαρμόζονται ανάλογα και κατά την επίλυση των φορολογικών διαφορών συμφώνα με τις προηγούμενες παραγράφους, ανεξάρτητα από το χρόνο στον οποίο ανάγονται οι οικείες φορολογικές διαφορές ή οι πράξεις ή οι παραλείψεις.
4. Η επίλυση της φορολογικής διαφοράς επιφέρει κατάργηση της τυχόν εκκρεμούς φορολογικής δίκης. Για να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, αρκεί η προσαγωγή στο Διοικητικό Δικαστήριο ή στο Σ.τ.Ε. απλού αντιγράφου της πράξης επίλυσης της διαφοράς από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή επικυρωμένου αντιγράφου από τον υπόχρεο.
 

 

 

ΑΡΘΡΟ 10

Βεβαίωση και Καταβολή των Φόρων


1. Το συνολικό ποσό διαφορών φόρων και ελάχιστων ποσών φόρων, κατά περίπτωση, που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 5, 6 και 7, για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις, βεβαιώνεται, αφού προηγουμένως μετατραπεί σε ευρώ με βάση την ισοτιμία δραχμής και ευρώ, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη προς τα κάτω μονάδα. Το 1/10 του ανωτέρω ποσού καταβάλλεται ταυτόχρονα με την υποβολή του ειδικού σημειώματος του άρθρου 8 και το ποσό που απομένει καταβάλλεται σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις, μη δυνάμενου του ποσού κάθε δόσης, προκειμένου για ποσά φόρων των άρθρων 5 και 7, να είναι κατώτερο από 300 ευρώ, εκτός από την τελευταία δόση. Ειδικά στις περιπτώσεις των επιτηδευματιών του άρθρου 1 της απόφασης 1113331/1477/ΠΟΛ.1239/1999, οι παραπάνω δόσεις διπλασιάζονται.
2. Η πρώτη δόση κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το μήνα βεβαίωσης. Στις περιπτώσεις που συνολικά βεβαιωθείσα οφειλή καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή του ειδικού σημειώματος του άρθρου 8, παρέχεται έκπτωση 5% επί του συνόλου της οφειλής στην οποία δεν περιλαμβάνονται τα ποσά που προκύπτουν από διαφορές Φ.Π.Α.
3. Τα βεβαιούμενα ποσά της παραγράφου 1 που αφορούν φόρους που προκύπτουν κατά το άρθρο 6 εγγράφονται στον ειδικό κωδικό εσόδων 1643 και τα λοιπά ποσά εγγράφονται στον ειδικό κωδικό εσόδων 0644.
4. Τα ποσά που προκύπτουν από την επίλυση φορολογικών διαφορών υποθέσεων του άρθρου 9 βεβαιώνονται και καταβάλλονται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις κατά περίπτωση οικείες διατάξεις.

 


 

ΑΡΘΡΟ 11

Τελικές - Μεταβατικές Διατάξεις


1. Οι υποθέσεις του άρθρου 2 για τις οποίες έχουν εκδοθεί εντολές τακτικού ελέγχου κατά την απόφαση 1061203/1148/ ΠΟΛ.1144/1998 όπως ισχύει και έχουν επιδοθεί μέχρι την ημέρα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα οικεία ειδικά σημειώματα ελέγχου, αλλά δεν έχουν εκδοθεί, μέχρι την ίδια ημέρα, οριστικά ή μερικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού του φόρου, μπορεί να περαιώνονται σύμφωνα με την παρούσα ρύθμιση, υπό το βάρος των τυχόν παραβάσεων του Κ.Β.Σ. και των λογιστικών διαφορών του διαταχθέντος ελέγχου, εφαρμοζομένων ανάλογα των διατάξεων του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης και με την προϋπόθεση ότι δεν προέκυψαν στοιχεία εξαίρεσης τους κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 2 της απόφασης αυτής.
2. Σε περίπτωση ύπαρξης κατασχεθέντων ανεπίσημων βιβλίων ή στοιχείων που κατασχέθηκαν εντός υπαγόμενης στην παρούσα ρύθμιση χρήσης και δεν έχουν επεξεργαστεί, με την περαίωση των υπαγόμενων στην εν λόγω ρύθμιση χρήσεων, υπό το βάρος της ύπαρξης των κατασχεθέντων, κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις των άρθρων 3 και 4, θεωρούνται ως ελεγχθέντα και περαιωθέντα και τα κατασχεθέντα ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία ως προς τις ανωτέρω περαιούμενες χρήσεις.
3. Υπαγόμενες στην παρούσα ρύθμιση υποθέσεις που αφορούν επιτηδευματίες για τους οποίους έχουν κατασχεθεί ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία σε χρήση μεταγενέστερη της τελευταίας υπαγόμενης στη ρύθμιση αυτή ανέλεγκτης χρήσης τους, που δεν έχουν επεξεργαστεί, περαιώνονται κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενα άρθρα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κατασχεθέντα, με την επιφύλαξη ανάλογης εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 2 του άρθρου 68 του Ν.2238/1994 και 3 του άρθρου 49 του Ν.2859/2000, καθώς και των διατάξεων της περίπτωσης η’ της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Ν.2523/1997, όπως αυτές ισχύουν. Εφόσον από τον πραγματοποιούμενο μετά την περαίωση έλεγχο και επεξεργασία των κατασχεθέντων διαπιστωθεί ότι αυτά αφορούν μια ή περισσότερες από τις ήδη περαιωθείσες χρήσεις βάσει της παραπάνω ρύθμισης, ο επιτηδευματίας καλείται εγγράφως, επί αποδείξει, από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που υποβλήθηκε το οικείο ειδικό σημείωμα περαίωσης, όπως, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε εργάσιμων για τις δημόσιες υπηρεσίες ημερών από της επίδοσης της σχετικής πρόσκλησης, υποβάλει συμπληρωματικό σημείωμα περαίωσης για το σύνολο των χρήσεων που περαιώθηκαν, προκειμένου να προσδιοριστούν οι τυχόν επιπλέον διαφορές φόρων υπό το βάρος της παραπάνω διαπίστωσης. Προς τούτο, επαναπροσδιορίζονται τα ακαθάριστα έσοδα και οι διαφορές καθαρών κερδών και βάσει αυτών οι διαφορές φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α., για όλες τις περαιωθείσες χρήσεις, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 και στα δύο τελευταία εδάφια των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3, καθώς και των κατά περίπτωση οικείων διατάξεων του άρθρου 4 της παρούσας απόφασης. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης του επιτηδευματία, όλες οι υπαχθείσες στην παρούσα ρύθμιση χρήσεις θεωρούνται ως μη περαιωθείσες και υπόκεινται σε άμεσο έλεγχο, υπό το βάρος των αποτελεσμάτων της επεξεργασίας των κατασχεθέντων, εφαρμοζομένων ανάλογα των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 13 της απόφασης 1061203/1148/ ΠΟΛ.1144/1998 και συμψηφισμένων των ποσών φόρων που έχουν βεβαιωθεί.
4. Τα οριζόμενα στα δύο πρώτα και στο τέταρτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν ανάλογα και επί ύπαρξης ανέλεγκτων δελτίων πληροφοριών ή άλλων στοιχείων.

Στην περίπτωση αυτή ο επαναπροσδιορισμός των τυχόν επιπλέον διαφορών φόρων με το συμπληρωματικό σημείωμα περαίωσης, εφόσον αυτό υποβληθεί από τον επιτηδευματία, γίνεται υπό το βάρος των συγκεκριμένων διαπιστώσεων για τις ήδη περαιωθείσες χρήσεις εκ του ελέγχου των δελτίων πληροφοριών ή λοιπών στοιχείων, με εφαρμογή όλων όσων κατά περίπτωση προβλέπονται από τα προηγούμενα άρθρα, συμπεριλαμβανομένης και της προϋπόθεσης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 9 πριν την υποβολή του συμπληρωματικού σημειώματος περαίωσης, εφόσον εκ του παραπάνω ελέγχου διαπιστωθούν παραβάσεις Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων που αφορούν τις ήδη περαιωθείσες χρήσεις. Ειδικά στην περίπτωση που εκ του ελέγχου των δελτίων πληροφοριών ή λοιπών στοιχείων διαπιστωθεί η έκδοση πλαστών ή εικονικών ή η λήψη εικονικών ή η νόθευση φορολογικών στοιχείων, έστω και για μία περαιωθείσα χρήση, η περαίωση ανατρέπεται υποχρεωτικά για όλες τις υπαχθείσες στην παρούσα ρύθμιση χρήσεις, οι οποίες και υπόκεινται σε άμεσο έλεγχο κατά τις κείμενες διατάξεις, συμψηφιζομένων των ποσών φόρων που έχουν βεβαιωθεί. Τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που από τα ανέλεγκτα δελτία πληροφοριών ή λοιπά στοιχεία προκύπτει ευθέως και αναμφισβήτητα η έκδοση πλαστών ή εικονικών ή η λήψη εικονικών ή η νόθευση φορολογικών στοιχείων έστω και για μία υπαγόμενη στην παρούσα ρύθμιση ανέλεγκτη χρήση. Στην περίπτωση αυτή, όλες οι υπαγόμενες στην εν λόγω ρύθμιση ανέλεγκτες χρήσεις εξαιρούνται εξ αρχής από αυτήν και υπόκεινται σε έλεγχο κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
5. Εξαιρετικά, στις περιπτώσεις που υφίστανται δελτία πληροφοριών ή στοιχεία γενικά που αφορούν υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις, με βάση τα οποία απαιτείται η διενέργεια προσωρινού ελέγχου στη φορολογία εισοδήματος ή Φ.Π.Α., η προηγούμενη επίλυση των σχετικών φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τα εκδιδόμενα προσωρινά φύλλα ελέγχου ή πράξεις, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9, αποτελεί σε κάθε περίπτωση προϋπόθεση περαίωσης του συνόλου των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων. Στις περιπτώσεις αυτές το ειδικό σημείωμα περαίωσης του άρθρου 8 υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το άρθρο αυτό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα παραπάνω δελτία πληροφοριών ή στοιχεία και χωρίς να βεβαιώνονται και καταβάλλονται ποσά φόρων κατά το άρθρο 10. Η τελική κατά τα ανωτέρω περαίωση των υποθέσεων αυτών γίνεται το αργότερο μέχρι 31/7/2003.
6. Σε περιπτώσεις υποθέσεων προσωρινών φύλλων ελέγχου ή πράξεων εισοδήματος ή Φ.Π.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου 9 , που έχουν ήδη συζητηθεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, αλλά κατά την υποβολή του ειδικού σημειώματος του άρθρου 8 δεν έχει επιδοθεί η οικεία απόφαση ή έχει επιδοθεί αλλά δεν έχει ασκηθεί κατ΄ αυτής έφεση και δεν έχει παρέλθει η σχετική προθεσμία, η περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων του επιτηδευματία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 τελεί υπό την προϋπόθεση δικαστικού συμβιβασμού των ανωτέρω διαφορών, μόλις αυτό είναι εφικτό κατά τις κείμενες διατάξεις, ή οριστικοποίησης της οικείας εγγραφής λόγω μη άσκησης έφεσης, οπότε και διενεργείται τελική εκκαθάριση. Εφόσον η κατά τα ανωτέρω τελική εκκαθάριση δεν διενεργηθεί μέχρι 1/9/2003, όλες οι ανέλεγκτες υποθέσεις του επιτηδευματία θεωρούνται ως μη περαιωθείσες και εξαιρούνται της παρούσας ρύθμισης, υπαγόμενες σε έλεγχο κατά τις ισχύουσες διατάξεις, συμψηφιζομένων των φόρων που έχουν βεβαιωθεί κατά το άρθρο 10.
7. Για τις υποθέσεις που περαιώνονται στο πλαίσιο της παρούσας ρύθμισης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης η’ της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Ν.2523/1997 , όπως αυτές ισχύουν.
8. Τα φορολογικά στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά εγγραφών που αφορούν χρήσεις που περαιώνονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8, δύνανται να καταστραφούν από τον επιτηδευματία, χωρίς έγκριση, μετά από ένα έτος από της περαίωσης και εφόσον έχει εξοφληθεί το σύνολο του βεβαιωθέντος ποσού κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, εκτός αν πρόκειται για περιπτώσεις που υφίστανται κατασχεθέντα ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία, τα οποία δεν έχουν επεξεργαστεί, ή ανέλεγκτα δελτία πληροφοριών ή λοιπά στοιχεία, των παραγράφων 3 και 4. Τα φορολογικά στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά εγγραφών δεν καταστρέφονται επίσης, εφόσον αφορούν χρήσεις για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 ή χρήσεις για τις οποίες υφίστανται προς έλεγχο λοιπά φορολογικά αντικείμενα πέραν της φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. ή εκκρεμείς καταλογιστικές πράξεις γενικά, οποιουδήποτε φορολογικού αντικειμένου, είτε στη Δ.Ο.Υ. είτε ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου.
9. Σε περίπτωση ανακριβούς μεταφοράς των δεδομένων των δηλώσεων και των οικείων συμπληρωματικών στοιχείων, καθώς και των διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων, στο ειδικό σημείωμα του άρθρου 8, η υπόθεση θεωρείται ως μη περαιωθείσα στο σύνολο της και όλες οι υπαχθείσες στη ρύθμιση χρήσεις υπόκεινται σε άμεσο έλεγχο, εφαρμοζομένων ανάλογα των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 13 της απόφασης 1061203/1148/ ΠΟΛ.1144/1998.
10. Για τις μη υπαγόμενες καθώς και για τις εξαιρούμενες από την παρούσα ρύθμιση ανέλεγκτες υποθέσεις, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, έχουν εφαρμογή από πλευράς ελέγχου και εν γένει ελεγκτικής διαδικασίας, οι ισχύουσες κατά περίπτωση σχετικές διατάξεις.
11. Επί επιτηδευματιών με υπαγόμενες στη ρύθμιση αυτή ανέλεγκτες χρήσεις κατά το άρθρο 2, για τους οποίους υφίσταται και προηγούμενη ανέλεγκτη χρήση που έκλεισε μέχρι 31.12.1992, η οποία δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή και δεν εξαιρείται από την εφαρμογή της απόφασης 1049691/3184/ΠΟΛ.1099/1994, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, απαραίτητη προϋπόθεση υποβολής του ειδικού σημειώματος του άρθρου 8 και περαίωσης στο πλαίσιο της παρούσας ρύθμισης των υπαγόμενων σ΄ αυτήν ανέλεγκτων χρήσεων, αποτελεί η προηγούμενη περαίωση της χρήσης που έκλεισε μέχρι 31.12.1992, με αποδοχή από τον επιτηδευματία του προβλεπόμενου από το άρθρο 8 της πιο πάνω απόφασης ειδικού εκκαθαριστικού σημειώματος. Για τη βεβαίωση και καταβολή των φόρων, τελών και λοιπών υποχρεώσεων που προκύπτουν από την κατά τα ανωτέρω περαίωση της χρήσης που έκλεισε μέχρι 31.12.1992, ισχύουν τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις της ίδιας ως άνω απόφασης. Ειδικά στην περίπτωση που εντός υπαγόμενης στην παρούσα ρύθμιση ανέλεγκτης χρήσης κατασχέθηκαν ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία που δεν έχουν επεξεργαστεί, η ως άνω χρήση που έκλεισε μέχρι 31.12.1992 περαιούται κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, με προσαύξηση κατά 20% του προκύπτοντος στο πλαίσιο της περαίωσης της χρήσης αυτής ποσού φόρων και με ανάλογη εφαρμογή και στις περιπτώσεις αυτές των οριζόμενων στην παράγραφο 2, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο επόμενο εδάφιο. Η οριζόμενη κατά το προηγούμενο εδάφιο περαίωση της χρήσης που έκλεισε μέχρι 31.12.1992 ανατρέπεται και η χρήση αυτή θεωρείται ως μη περαιωθείσα, εφόσον δεν ακολουθήσει και η περαίωση των επόμενων υπαγόμενων στην παρούσα ρύθμιση ανέλεγκτων χρήσεων, σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή.
12. Σε περίπτωση μη αποδοχής από τον επιτηδευματία της κατά την προηγούμενη παράγραφο περαίωσης της ανέλεγκτης χρήσης που έκλεισε μέχρι 31-12-1992 με βάση την απόφαση 1049691/3184/ ΠΟΛ.1099/1994, διενεργείται έλεγχος τόσο της χρήσης αυτής όσο και όλων των επόμενων ανέλεγκτων χρήσεων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις. Επί εξαίρεσης της ανωτέρω χρήσης που έκλεισε μέχρι 31/12/1992 από την ως άνω απόφαση, κατά το άρθρο 4 αυτής, ή ύπαρξης και άλλων παλαιότερων ανέλεγκτων χρήσεων για τις οποίες δεν έχει επέλθει παραγραφή, δεν θίγεται το δικαίωμα του επιτηδευματία να περαιώσει τις επόμενες ανέλεγκτες χρήσεις του που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση, σύμφωνα με την ρύθμιση αυτή. Στην περίπτωση αυτή, οι προηγούμενες ως άνω χρήσεις παραμένουν ανέλεγκτες και ελέγχονται και τις κείμενες διατάξεις.
 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

Περαίωση ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων επιτηδευματιών με βιβλία Α’ ή Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή χωρίς υποχρέωση τήρησης βιβλίων, χρήσεων 1993 έως και 1998.

 

Άρθρο 12


1. Οι υποθέσεις επιτηδευματιών με βιβλία Α’ ή Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή χωρίς υποχρέωση τήρησης βιβλίων που υπάγονται στη ρύθμιση της απόφασης 1044171/1369/ΠΟΛ.1155/2002, όπως ισχύει, καθώς και οι υποθέσεις της παραγράφου 1 της απόφασης 1026855/1205/20.3.2003, μπορούν να περαιώνονται μέχρι 10/7/2003. Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις ανωτέρω αποφάσεις και με την επιφύλαξη των οριζόμενων στις επόμενες παραγράφους, εφόσον μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν έχουν εκδοθεί οριστικά ή μερικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού του φόρου.
2. Για τις περαιούμενες σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υποθέσεις, ισχύει ανάλογη επιβάρυνση με την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 της απόφασης 1001196/1007/ΠΟΛ.1003/2003, οριζόμενη σε κάθε περίπτωση σε 25%. Για τις εν λόγω υποθέσεις ισχύουν επίσης ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 2 της ίδιας πιο πάνω απόφασης, καθώς και οι διατάξεις της παραγράφου 3 της απόφασης αυτής, προκειμένου περί υποθέσεων για τις οποίες έχουν εκδοθεί εντολές τακτικού ελέγχου κατά τα οριζόμενα από τις εν λόγω διατάξεις, εφόσον δεν έχουν εκδοθεί οριστικά ή μερικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού του φόρου μέχρι την ημέρα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους εφαρμόζονται ανάλογα και για υποθέσεις με χρήσεις για τις οποίες τηρήθηκαν βιβλία Α’ ή Β’κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ενώ υπήρχε υποχρέωση τήρησης βιβλίων Γ’ κατηγορίας. Για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών στις χρήσεις αυτές, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1.β’ του άρθρου 3 της απόφασης 1044171/1369/ΠΟΛ 1155/2002, οριζόμενης της προσαύξησης του Μ.Σ.Κ.Κ. ή του μέσου σταθμικού συντελεστή κατά περίπτωση, ειδικά για τις εμπορικές και τεχνικές επιχειρήσεις, σε 50%.
4. Τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 εφαρμόζονται επίσης ανάλογα και για τις υποθέσεις των υποπεριπτώσεων αα’ και γγ’ της παραγράφου 2.α’ του άρθρου 1 της απόφασης 1044171/1369/ ΠΟΛ.1155/2002, με μέσο όρο δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων που δεν υπερβαίνει τα όρια που κατά περίπτωση ορίζονται στην παράγραφο 1 του ιδίου ως άνω άρθρου της ανωτέρω απόφασης. Για την περαίωση των υποθέσεων αυτών έχουν ανάλογη εφαρμογή ως προς τον προσδιορισμό των ακαθάριστων εσόδων τα οριζόμενα στις παραγράφους 4, 5 και 6 του άρθρου 3 της παρούσας απόφασης, προσαυξανόμενων των ακαθάριστων εσόδων κατά 10%, αντί 20%, και ως προς τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.β’ του άρθρου 3 της απόφασης 1044171/1369/ΠΟΛ 1155/2002, οριζόμενης της προσαύξησης του Μ.Σ.Κ.Κ. ή του μέσου σταθμικού συντελεστή, κατά περίπτωση, ειδικά για τις εμπορικές επιχειρήσεις, σε 50%. Ειδικά επί υποθέσεων με κατασχεθέντα ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία έχουν ανάλογη εφαρμογή και τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 11 της παρούσας απόφασης.
5. Για τις υποθέσεις που περαιώνονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, ισχύουν ανάλογα οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης, καθώς και των παραγράφων 4, 5, 6, 8, 11 και 12 του άρθρου 11 της ίδιας απόφασης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’


ΑΡΘΡΟ 13

Λοιπές Διατάξεις


1. Επί υποθέσεων με ανέλεγκτες χρήσεις από 1993 έως και 1998, εκ των οποίων για μία ή περισσότερες τηρήθηκαν βιβλία Β’ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ενώ για άλλη ή άλλες από τις ίδιες χρήσεις τηρήθηκαν βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., κριτήριο υπαγωγής στις ρυθμίσεις του Α’ Κεφαλαίου της απόφασης αυτής καθώς και της απόφασης 1044171/1369/ ΠΟΛ.1155/2002, όπως αυτή ισχύει, αποτελεί ο μέσος όρος των συνολικών δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων ή αμοιβών και για τις δύο κατηγορίες ­βιβλίων, ανάλογα με το είδος της ασκούμενης δραστηριότητας, όπως αυτό προκύπτει από τη διαίρεση του συνόλου των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων αμοιβών όλων των υπαγόμενων στις ανωτέρω ρυθμίσεις χρήσεων με βιβλία Β’ ή Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. με τον αριθμό των χρήσεων αυτών, συμπεριλαμβανομένων και των τυχόν χρήσεων που η επιχείρηση ήταν σε αδράνεια.
2. Τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο ισχύουν ανάλογα και επί ανέλεγκτων υποθέσεων που αφορούν χρήσεις για τις οποίες τηρήθηκαν βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και έπονται χρήσεων με βιβλία Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. που ήδη περαιώθηκαν βάσει της απόφασης 1044171/1369/ΠΟΛ.1155/2002, όπως αυτή ίσχυσε μέχρι 31/3/2003.
3. Επί υποθέσεων της παραγράφου 1, εφόσον για τις χρήσεις που προηγούνται της μεταβολής κατηγορίας βιβλίων συντρέχουν οι λόγοι εξαίρεσης της παραγράφου 4 του άρθρου 2 της απόφασης αυτής, τότε, σε κάθε περίπτωση, και οι επόμενες, χρήσεις εξαιρούνται της ρύθμισης που τις αφορά. Αντίθετα, εφόσον οι ανωτέρω λόγοι εξαίρεσης συντρέχουν για τις χρήσεις που έπονται της μεταβολής, τότε οι προηγούμενες χρήσεις συνεχίζουν να υπάγονται στη ρύθμιση που τις αφορά, εκτός αν και γι΄ αυτές συντρέχουν οι πιο πάνω λόγοι εξαίρεσης. Τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια ισχύουν ανάλογα και επί μεταβολής από την Α’ κατηγορία του Κ.Β.Σ. ή από μη τήρηση βιβλίων στη Γ’ κατηγορία του Κ.Β.Σ. και αντίστροφα.
4. Επί υποθέσεων με ανέλεγκτες χρήσεις 1993 έως 1998. εκ των οποίων μία ή περισσότερες υπάγονται στη ρύθμιση του Α’ Κεφαλαίου της παρούσας απόφασης ενώ άλλη ή άλλες από τις ίδιες χρήσεις υπάγονται στη ρύθμιση της απόφασης 1044171/1369/ΠΟΛ.1155/2002, όπως αυτή ισχύει, λόγω ενδιάμεσης μεταβολής στην κατηγορία βιβλίων, προϋπόθεση περαίωσης των ανέλεγκτων χρήσεων που υπάγονται σε κάθε μία από τις ανωτέρω ρυθμίσεις αποτελεί η ταυτόχρονη περαίωση και των υπολοίπων χρήσεων που υπάγονται στην άλλη ρύθμιση.
5. Για υποθέσεις που περαιώθηκαν ή περαιώνονται στο πλαίσιο των ρυθμίσεων της απόφασης 1044171/1369/ ΠΟΛ.1155/2002 ή του Α’ Κεφαλαίου της παρούσας απόφασης, για τις οποίες υποβλήθηκαν ή υποβάλλονται λανθασμένα ειδικά σημειώματα περαίωσης, με συνέπεια τη βεβαίωση μεγαλύτερων ποσών φόρων εξ όσων αναλογούν, επιτρέπεται η διαγραφή των επιπλέον ποσών φόρων, εφόσον πρόκειται για καταφανείς περιπτώσεις λαθών οφειλόμενων είτε σε μη ορθή εφαρμογή των οικείων διατάξεων, είτε σε λανθασμένους αριθμητικό υπολογισμούς, με την προϋπόθεση υποβολής σχετικής αίτησης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. που υποβλήθηκε το ειδικό σημείωμα, μέχρι 10/7/2003. Στις περιπτώσεις υποβληθέντων ειδικών σημειωμάτων περαίωσης στις οποίες το προκύπτον ποσό φόρων καταβλήθηκε εφάπαξ με την υποβολή του σημειώματος, το προς επιστροφή ποσό φόρων, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, που αναλογεί στον ειδικό κωδικό εσόδων 0644 των πιο πάνω ρυθμίσεων, μειώνεται κατά το ποσοστό της παρασχεθείσας έκπτωσης 5%.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Κατηγορία: Εγκύκλιοι - ΠΟΛ
Εμφανίσεις: 6785