Εκτύπωση

NOMOΣ 1521/1950

ΦΕΚ Α 245 / 29.10.1950

 

Περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή

 

 

Άρθρο 1


1. Εφ΄ εκάστης εξ επαχθούς αιτίας μεταβιβάσεως ακινήτου ή πραγματικού επί ακινήτου δικαιώματος ως και επί μεταβιβάσεως πλοίου υπό ελληνικήν σημαίαν επιβάλλεται φόρος επί της αξίας αυτών.
2. Ακίνητα λογίζονται τα κατά τόν Αστικό Κώδικα χαρακτηριζόμενα ως τοιαύτα.
3. Εν τη εννοία του όρου μεταβίβασις, διά την εφαρμογήν του παρόντος νόμου, είναι:

α) η απαλλοτρίωσις της πλήρους ή της ψιλής κυριότητος, αδιαφόρως αν αυτή γίνεται υπό αναβλητικής ή διαλυτικής αίρεσιν η΄επί τω όρω της εξωνήσεως,
β) η σύστασις επικαρπίας, οικήσεως ή άλλης δουλείας εκ των προβλεπομένων υπό των άρθρων 1188 έως 1191 του Αστικού Κώδικος,
γ) η κατά την διάλυσιν ομορρύθμου ή ετερορρύθμου εταιρίας μεταβίβασις της ακίνητου περιουσίας της εις τα μέλη αυτής,
δ) η παραίτησις από της κυριότητος επί ακινήτου ή από πραγματικού δικαιώματος επί ακινήτου ή από της κυριότητος πλοίου,
ε) η απαλλοτρίωσις ακινήτου δια δημοσίαν ωφέλειαν,
στ) η εναλλαγή προικός εχούσης αντικείμενον ακίνητον ή πραγματικόν δικαίωμα επί ακινήτου ή πλοίον και
ζ) η διανομή ακινήτων μεταξύ των συγκυρίων των.

4. Ως αξία λογίζεται η αγοραία αξία την οποίαν έχει το ακίνητον ή το πραγματικόν επί του ακινήτου δικαίωμα ή το πλοίον κατά την ημέραν της μεταβιβάσεώς των.

 

 

 

 

 

Άρθρο 2


1. Επί μεταβιβάσεως οικοπέδου ή τμήματος αυτού, επί του οποίου, επί τη βάσει σχεδίου εγκεκριμένου προ της μεταβιβάσεως, υπό της πολεοδομικής υπηρεσίας, ήρξατο ανεγειρομένη ή πρόκειται ν΄ ανεγερθή πολυκατοικία, λογίζεται, διά την εφαρμογήν του παρόντος νόμου, ότι oμού μετά του οικοπέδου ή τμήματος αυτού μεταβιβάζεται αποπερατωμένη η πολυκατοικία ή κατά περίπτωσιν το διαμέρισμα αυτής.
2. Εάν κατά την σύνταξιν του οριστικού συμβολαίου συμβάλλεται ως αγοραστής πρόσωπον μη κατονομασθέν εν τω προσυμφώνω, θεωρείται, διά την εφαρμογήν του παρόντος νόμου, ότι λαμβάνουσι χώραν δύο μεταβιβάσεις, η μέν πρώτη εκ μέρους του αρχικού πωλητού προς τον διά του προσυμφώνου συμβληθέντα ως αγοραστήν, η δε δευτέρα εκ μέρους του τελευταίου τούτου προς το υπ΄ αυτού υποδεικνυόμενον τρίτον πρόσωπον.
3. Επί μεταγραφής ή σημειώσεως είς το βιβλίον μεταγραφών:

α) αποφάσεως δικαστικής, διεπομένης υπό των διατάξεων του άρθρου 882 της Πολιτικής Δικονομίας, ένεκα μη εκτελέσεως προσυμφώνου μεταβιβάσεων κλπ.,

β) αποφάσεως δικαστικής, δι΄ ης αναγνωρίζεται τελεσιδίκως δικαίωμα κυριότητας ή πραγματικού δικαιώματος επί ακινήτου ή πλοίου επ΄ ενόματι προσώπου τινός, λόγω υπερβάσεως εντολής του φερομένου ως εντολοδόχου αυτού,

γ) αποφάσεως δικαστικής δι΄ ης ακυρούται λόγω εικονικότητος συμβόλαιον μεταβιβάσεως ακινήτου ή πραγματικού επ΄ αυτού δικαιώματος ή πλοίου και

δ) συμβάσεως μεταβιβάσεως ακινήτου κειμένου εν Ελλάδι ή πραγματικού δικαιώματος επί ακινήτου ή πλοίου, ήτις κατηρτίσθη εν τη αλλοδαπή καθ΄ οιονδήποτε εκεί νόμιμον ισχύοντα τύπον δι΄ ην μεταβίβασιν δεν κατεβλήθη ο φόρος του παρόντος νόμου, ο ζητών την μεταγραφήν ή την σημείωσιν είς το περιθώριον του βιβλίου μεταγραφών υποχρεούται προ της ενεργείας της μεταγραφής, να επιδώση δήλωσιν εις το αρμόδιον Οικονομικών Έφορον και να καταβάλη συγχρόνως τον φόρον μεταβιβάσεως.

Εις την δήλωσιν, δια την ανωτέρω περίπτωσιν δ΄ επισυνάπτεται εν επισήμω μεταφράσει εις την ελληνικήν γλώσσαν, ακριβές αντίγραφον της μεταγραφησομένης συμβάσεως.

 

 

 

Άρθρο 3


1. Δια τον καθορισμόν της αξίας του ακινήτου ή του πραγματικού δικαιώματος επί του ακινήτου ή του πλοίου λαμβάνεται υπ΄ όψει:

α) η ημέρα συντάξεως του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, εφ΄ όσον το οριστικόν συμβόλαιον συντάσσεται το βραδύτερον εντός 90 ημερών από της ημέρας ταύτης,
β) η ημέρα συντάξεως του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, εφ΄ όσον κατά την σύνταξιν του κατεβλήθη εξ ολοκλήρου το συμφωνηθέν τίμημα ή συνψηφίσθη τούτο προς χρέη του πωλητού αναληφθέντα υπό του αγοραστού, συγχρόνως δε παρεδόθη εις τον αγοραστήν η χρήσις του ακινήτου κ.λ.π.,
γ) η ημέρα της μεταγραφής είς τας περιπτώσεις της παραγρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος,
δ) η ημέρα της εκθέσεως του πλειστηριασμού επί μεταβιβάσεως ακινήτου κ.λ.π. ενεργουμένης κατόπιν αναγκαστικού ή εκουσίου πλειστηριασμού και
ε) η ημέρα της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου εις τα λοιπάς περιπτώσεις.

2. Διά τον προσδιορισμόν της αξίας του ακινήτου ή του πραγματικού επί του ακινήτου δικαιώματος ή του πλοίου λαμβάνεται υπ΄ όψει και συντεκτιμώνται τα στοιχεία μεταβιβάσεων παρομοίων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία προκύπτουσιν εξ ετέρων συμβολαίων ή εξ εκτιμήσεως γενομένης δια την επιβολήν του φόρου κληρονομιών, δωρεών και προικών ή εξ άλλων εκτιμήσεως της Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης της Ελλάδος προς παροχήν δανείων ή εξ εκτιμήσεων των ασφαλιστικών εταιριών προς καταβολήν αποζημιώσεων. Εν περιπτώσει καθ΄ ήν ελλείπουν τα στοιχεία ταύτα ή, κατά την κρίσιν του Οικονομικού Εφόρου, τα υπάρχοντα είναι ανεπαρκή ή απρόσφορα ενεργείται υπό τούτου προσδιορισμός της αξίας διά χρήσεως παντός άλλου μέσου.
3. Επί μεταβιβάσεων είς τας οποίας συμβαλλόμενος ως αγοραστής ή ως πωλητής είναι το δημόσιον, οι δήμοι, αι κοινότητες, οι ιεροί Ναοί, αι ιεραί Μοναί, τα θρησκευτικά, εθνωφελή, κοινωφελή, φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα ή οργανισμοί και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως αξία θεωρείται

α) το τίμημα μεταβιβάσεως και

β) τα ποσά του φόρου και των εξόδων μεταβιβάσεως τα βαρύνοντα τον πωλητήν, εφ΄ όσον ο αγοραστής ανέλαβε την καταβολήν τούτων είς βάρος του.

Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και επί αγορών ακινήτων υπό συνεταιρισμών πάσης φύσεως έχοντων τουλάχιστον 25 ενεργά μέλη.
4. Επί μεταβιβάσεως της ψιλής κυριότητας, συστάσεως επικαρπίας ή οικήσεως κλπ., εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του Ν. 1641/1919 «περί φορολογίας των κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων» διά τον καθορισμόν της αξίας αυτών.

 

 

 

Άρθρο 4


1. Ο φόρος μεταβιβάσεως επί της αξίας του ακινήτου ή του πραγματικού επί του ακινήτου δικαιώματος ορίζεται:

A) Είς 2% επί διανομής ακινήτων μεταξύ των συγκυριών αυτών.

Εάν κατά την διανομήν αι μερίδες των δικαιούχων δεν είναι ισομερείς και καταβάλλεται προς συμπλήρωσιν μιάς ή πλειόνων μερίδων τίμημα, ο φόρος μεταβιβάσεως ο αναλογών επί της αξίας του τμήματος της μερίδας δι΄ ο καταβάλλεται τίμημα ορίζεται είς 9%.
B) Είς 4%

α) επί υποχρεωτικής, συμφώνως προς τα κειμένας διατάξεις, ανταλλαγής τμημάτων γειτνιαζόντων οικοπέδων ίνα καταστώσι ταύτα οικοδομήσιμα,

β) επί συγχωνεύσεως ανωνύμων εταιρειών διά συστάσεως νέας ή διά συγχωνεύσεως ή εξαγοράς μιας ή πλειόνων υπό άλλης, συνεπεία της οποίας συντελείται μεταβίβασις ακινήτων ή πραγματικών επ΄ αυτών δικαιωμάτων,

γ) επί εισφοράς οικοδομής είς ανώνυμον εταιρείαν προς αποκλειστικής εκμετάλλευσίν της ως ξενοδοχείου,

δ) επί αγοράς οικοδομής ή αγοράς ακινήτου προς ανέγερσιν οικοδομής υπό ομογενούς μονίμως εγκατεστημένου, τουλάχιστον προ πενταετίας από της αγοράς, είς την αλλοδαπήν και επί μεταβιβάσεως είς αυτόν της ανεγερθείσης διά λογαριασμόν του οικοδομής, υπό τον όρον ότι, είς πάσας τας περιπτώσεις ταύτας η αγορά της οικοδομής, η αγορά του ακινήτου ως και η ανοικοδόμησις γίνονται διά κεφαλαίων εισαγομένων εκ της αλλοδαπής. Εκ του φόρου επί της μεταβιβάσεως είς τον ομογενή οικοδομής ανεγερθείσης διά λογαριασμόν του εκπίπτεται ο καταβληθείς φόρος διά την αγοράν του ακινήτου εφ΄ ου ανηγέρθη αυτή,

ε) επί απαλλοτριώσεως ακινήτων διά δημόσιαν ωφέλειαν, στ) επί των περιπτώσεων καθ΄ ας ως πωλητής ή ως αγοραστής συμβάλλεται το δημόσιον, οι δήμοι, αι κοινότητες, οι ιεροί Ναοί, αί ιεραί Μοναί, τα θρησκευτικά, εθνωφελή, κοινωφελή, φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα ή οργανισμοί ως και τα βάσει διατάξεως ειδικού νόμου απαλλασσόμενα μέχρι τούδε του φόρου μεταβιβάσεως του Νόμου 4225/29 νομικά πρόσωπα,

ζ) επί ανταλλαγής ακινήτων και

η) επί των περιπτώσεων των παραγράφων 1α του άρθρου 4 του Β. Διατάγματος «περί εκτελέσεως του άρθρου 1 του Ψηφίσματος ΚΗ΄ «περί εκτελέσεως του άρθρου 1 του Ψηφίσματος ΚΗ΄ «περί παροχής διευκολύνσεων διά την υπό ιδιωτών ανοικοδόμησιν», εφ΄ όσον παρεσχέθη απαλλαγή από των τελών του χαρτοσήμου και από των τελών της μεταγραφής και

Γ) Είς 9% επί πάσης άλλης περιπτώσεως.

2. Ο φόρος μεταβιβάσεως επί της αξίας του πλοίου ή μεριδίου αυτού ορίζεται:

α) Είς 1%:

α) επί πωλήσεως πλοίου, επί σκοπώ διαλύσεώς του, με αντίτιμον κατώτερον του ημίσεος της τιμής κτήσεώς του και εφ΄ όσον η διάλυσις ήθελε πραγματοποιηθή εν τη ημεδαπή εντός διετίας από της ημέρας της πωλήσεως του και

β) επί συγχωνεύσεως ανωνύμων εταιρείων δια συστάσεως νέας ή διά συγχωνεύσεως ή εξαγοράς μίας ή πλειόνων ανωνύμων ημεδαπών εταιρειών υπό άλλης συνεπεία της οποίας συντελείται μεταβίβασης πλοίων ή μεριδίου αυτών και

β) Είς 2% ο επί πάσης άλλης περιπτώσεως.


3. Εκ του επί τη βάσει της δηλώσεως εισπραττομένου φόρου της παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου αποδίδονται:

α) Είς τους δήμους και κοινότητας ποσοστόν 7,50% επί του φόρου, κατατιθέμενον παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος είς ειδικόν χρηματικόν λογαριασμόν υπό τον τίτλο «Έσοδα υπέρ των Δήμων και Κοινοτήτων».
β) Είς τα επαρχιακά ταμεία οδοποιίας ποσοστόν 2,50% επί του φόρου, κατατιθέμενον παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος είς ειδικόν χρηματικόν λογαριασμόν υπό τον τίτλον «Έσοδα υπέρ των Ταμείων Επαρχιακής Οδοποιίας» και
γ) Είς το ταμείον συντάξεων νομικών ποσοστόν 10% επί του φόρου, κατατιθέμενον παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος είς ειδικόν χρηματικόν λογαριασμόν υπό τον τίτλον «Έσοδα υπέρ του Ταμείου Συντάξεως Νομικών», και
δ) Εις τους αμίσθους φύλακας μεταγραφών ποσοστόν επί της δηλωθείσης αξίας 0,80% ο δια τμήμα μέχρι δύο εκατομμυρίων δραχμών, 0,60% ο δια τμήμα ετέρων τριών εκατομμυρίων δρχ. ποσόν, κατατιθέμενον επ΄ ονόματι των δικαιούχων εις την Τράπεζαν της Ελλάδος. Επί αποσβέσεως πραγματικού δικαιώματος υποκειμένης εις φόρον μεταβιβάσεως διεπομένης εις φόρον μεταβιβάσεως διεπομένης υπό των διατάξεων του ΚΗ΄ Ψηφίσματος, τα αποδιδόμενα εις τους άμισθους φύλακας μεταγραφών ποσά μειούνται εις το ήμισυ.

 

 

 

Άρθρο 5


1. Ο φόρος μεταβιβάσεως ο αναλογών επί του τιμήματος μεταβιβάσεως του αναγραφομένου είς το συμβόλαιον βαρύνει:

α) Τον αγοραστήν, προκειμένου περί μεταβιβάσεως προς αυτόν ακινήτου ή πραγματικού δικαιώματος επί ακινήτου, υπό των προσώπων των αναγραφομένων είς την περίπτωσιν B΄ του εδαφίου στ΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος και
β) τον πωλητήν επί πάσης άλλης περιπτώσεως.

Ο φόρος μεταβιβάσεως ο αναλογών επί της διαφοράς μεταξύ της αξίας και του τιμήματος μεταβιβάσεως και αί προσαυξήσεις του άρθρου 9 του παρόντος βαρύνουσι τον αγοραστήν, νοουμένου ως τοιούτου και του υπερθεματισμού επί μεταβιβάσεων δια πλειστηριασμού.
Επί διανομής ακινήτων μεταξύ συγκυρίων ο φόρος βαρύνει έκαστον τούτων κατά σχέσιν ανάλογον προς την αξίαν της μερίδος του.
2. Επί των περιπτώσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παρόντος

α) ο πωλητής βαρύνεται με τον φόρον τον αναλογούντα επί του τιμήματος της μεταβιβάσεως του αναγεγραμμένου είς το προσύμφωνον και

β) ο οριστικός αγοραστής βαρύνεται με τον φόρο τον αναλογούντα εφ΄ ολοκλήρου της αξίας του μεταβιβαζομένου περιουσιακού στοιχείου ήν είχε τούτο κατά την ημέρα της καταρτίσεως της οριστικής συμβάσεως μεταβιβάσεώς του.

3. Επί πέντε έτη από της ημέρα της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου ευθύνεται αλληλεγγύως μετά του αγοραστού και πας οπωσδήποτε κάτοχος του μεταβιβασθέντος περιουσιακού στοιχείου δια τον φόρον μεταβιβάσεως και τας προσαυξήσεις του άρθρου 9 του παρόντος.
4. Ο κατά την παράγρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος δηλών δικαιούται, διά το τμήμα του φόρου το βαρύνον τον πωλητήν, είς παρακράτησιν τούτου εκ του τιμήματος ή είς αναγωγήν κατά του βαρυνομένου δι΄ αυτού.

 

 

 

Άρθρο 6


Απαλλάσσονται του φόρου μεταβιβάσεως του βαρύνοντος τον τε πωλητήν και τον αγοραστήν

α) η μεταβίβασις είς τους πρόσφυγας, κατά τας διατάξεις του νόμου 3764, ως και η μεταβίβασις κλήρων κατά τας διατάξεις του Αγροτικού Κώδικος ακινήτων ανηκόντων είς το δημόσιον,
β) η μεταβίβασις ακινήτων λόγω κυρώσεως ανωμάλων δικαιοπραξιών κατά τους Νόμους 4399 και 4724,
γ) η αναγκαστική απαλλοτρίωσις κτημάτων κατά τας διατάξεις του Αγροτικού Κώδικος,
δ) η αξία του διανεμομένου ακινήτου είς τα μέλη του υπό συνεταιρισμού μη κερδοσκοπικού διά την οποίαν κατεβλήθη υπό του συνεταιρισμού φόρος μεταβιβάσεως κατά την αγορά αγοράν του διανεμόμενου ακινήτου,
ε) η μεταβιβάσις είς την οποίαν ο τε πωλητής και ο αγοραστής είναι αμφότεροι πρόσωπα εκ των αναγραφομένων εν τη περιπτώσει Β΄ εδάφ. στ΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος,
στ) η ανάκλησις απαλλοτριώσεως και
ζ) η μεταβίβασις μεταλλείου δι΄ ο κατεβλήθη ο φόρος του Νόμου ΓΦΚΔ του έτους 1910 ως ισχύει.

 

 

 

 

Άρθρο 7


1. Πριν από κάθε μεταβίβαση με επαχθή αιτία οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση φόρου μεταβίβασης στη Φορολογική Διοίκηση. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συντάσσεται συμβολαιογραφικό έγγραφο, η δήλωση συμπληρώνεται από τον συμβολαιογράφο που θα καταρτίσει τη συμβολαιογραφική πράξη.

Οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να προσκομίσουν στο συμβολαιογράφο όλα τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται για την ορθή σύνταξη της δήλωσης από αυτόν και στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης τα νόμιμα δικαιολογητικά.
2. Επί εκουσίων και δικαστικών πλειστηριασμών ως και επί αναγκαστικής, λόγω χρέους, μεταβιβάσεως ακινήτου, ή πλοίου, η δήλωσις του φόρου μεταβιβάσεως επιδίδεται υπό του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου.
Επί των περιπτώσεων της παραγρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος, η δήλωσις του φόρου μεταβιβάσεως του ακινήτου ή του πραγματικού δικαιώματος επί του ακινήτου ή του πλοίου επιδίδεται υπό του προσώπου, υπέρ του οποίου θα γίνη η μεταγραφή.
3. Οσάκις είναι προδήλως δυσχερής η επίδοσις της δηλώσεως του φόρου μεταβιβάσεως είς το αρμόδιον Οικον. Έφορον, λόγω του ότι η έδρα τούτου ευρίσκεται είς πόλις διάφορον του τόπου της καταρτίσεως της συμβάσεως, επιτρέπεται εξαιρετικώς να επιδοθή αυτή και είς αναρμόδιον Οικον. Έφορον, ο οποίος όμως αφού ενεργήση την προσωρινήν βεβαίωσιν του φόρου, υποχρεούται ν΄ αποστείλη αυτήν είς τον αρμόδιον Οικον. Έφορον προς έλεγχον αυτής κλπ.
Η κατά τα ανωτέρω δήλωσις καθίσταται απαράδεκτος αν μη περιέχη διορισμόν ειδικού αντικλήτου του αγοραστού κατοικούντος είς την έδρας της Οικον. Εφορίας, προς την οποίαν μέλλει να διαβιβασθή αυτή.
4. Η δήλωσις είναι απαράδεκτος αν δεν αναγράφεται επ΄ αυτής βεβαίωσις του αρμοδίου Δημοσίου Ταμείου περί εισπράξεως του φόρου του αναλογούντος επί της δηλουμένης αξίας.
5. Η δήλωσις συντάσσεται είς δύο αντίτυπα εξ ων, το πρώτον παραμένει είς τον Οικον. Έφορον και το δεύτερον, βεβαιούμενον υπό τον Οικον. Έφορον δια την ακρίβειαν της αντιγραφής, παραδίδεται είς τους συμβαλλομένους.
6. Ο Οικον. Έφορος δύναται δι΄ αποφάσεως του να αναθέτη είς Ειρηνοδίκην ή Συμβολαιογράφον της περιφέρειας του την παραλαβήν των δηλώσεων του φόρου μεταβιβάσεως και την χορήγησιν αντιγράφου αυτής, οίτινες υποχρεούνται όπως εντός δεκαημένου το βραδύτερον αποστείλωσιν επί αποδείξει είς τον Οικον. Έφορον την δήλωσιν.
7. Επί μεταβιβάσεως ακινήτων ή πραγματικών δικαιωμάτων επί ακινήτων κειμένων εν Ελλάδι ή πλοίων, συντελουμένης εν τη αλλοδαπή ενώπιον ελληνικής προξενικής Αρχής η δήλωσις επιδίδεται είς την Αρχήν ταύτην, παρά της οποίας και διαβιβάζεται επί αποδείξει, είς τον αρμόδιον Οικον. Έφορο όστις και εκδίδει το αντίγραφον της δηλώσεως.

 

 

 

Άρθρο 8


1. Ο φόρος μεταβιβάσεως καταβάλλεται εξ ολοκλήρου σύν τη δηλώσει.
2. Τα υπό του Οικον. Εφόρου επί τη βάσει φύλλου ελέγχου ή επί τη βάσει αποφάσεως φορολογικού δικαστηρίου βεβαιούμενα ποσά: α) φόρου, β) φορολογικών προσαυξήσεων και γ) προστίμου λόγω παραβάσεως των διατάξεων του παρόντος νόμου, καταβάλλονται το βραδύτερον εντός του μηνός του αμέσως επομένου του μηνός της βεβαιώσεώς των.

 

 

 

Άρθρο 9


1. Επί ελλιπούς δηλώσεως της αξίας του μεταβιβαζομένου ακινήτου κλπ. ή ελλιπούς ή παραλείψεως δηλώσεως ετέρων στοιχείων ασκούντων ουσιώδη επιρροήν εις τον καθορισμόν της αξίας, εφαρμόζονται αι διατάξεις του Ν. Διατάγματος 632/1948 «περί επιβολής προσαυξήσεως λόγω εκπρόθεσμου ή ελλιπούς δηλώσεως ή παραλείψεως υποβολής φορολογικής δηλώσεως».
Προκειμένου περί του συμβιβασμού της παραγρ. 2 του άρθρου 11 του παρόντος, το υπό της παραγρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. Διατάγματος 632/1948 προβλεπόμενον ποσοστόν μειούται εις 10%.
2. Επί εκπροθέσμου καταβολής του φόρου, των φορολογικών προσαυξήσεων και των προστίμων, είς τον υπόχρεων καταλογίζεται, δι΄ έκαστον μήνα καθυστερήσεως, προσαύξησις υπερημερίας 3% επί του εκπροθέσμως καταβαλλομένου φόρου, φορολογικής προσαυξήσεως και προστίμου.
Το εκπρόθεσμον της καταβολής άρχεται υπολογιζόμενον από της πρώτης του μηνός του αμέσως μεθεπομένου του μηνός της βεβαιώσεως του φόρου κλπ., και η δι΄ αυτό προσαύξησις δεν δύναται, να υπερβή τα 100% του εκπροθέσμως καταβαλλομένου φόρου, των φορολογικών προσαυξήσεων και του προστίμου.

 

 

 

Άρθρο 10


1. Ο Οικον. Έφορος ενεργεί έλεγχον της δηλώσεως του φόρου μεταβιβάσεως, αναθέτων την εκτίμησιν της αξίας του μεταβιβασθέντος ακινήτου ή του πραγματικού δικαιώματος επί του ακινήτου ή του πλοίου είς τους κατά την κρίσιν του καταλλήλους οικονομικούς ή ετέρους δημοσίου υπαλλήλους ή είς υπαλλήλους της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζης ή είς μηχανικούς κλπ., οίτινες υποχρεούνται, εντός χρονικού διαστήματος ουχί πέραν των 10 ημερών, να υποβάλωσιν είς τον Οικον. Έφορον το πόρισμά των. Υπό του Οικον. Εφόρου δύναται να διαταχθή και η ενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων του νόμου 1641/1919 περί φορολογίας των κληρονομιών κλπ.
Ο Οικον. Έφορος δικαιούται να προσδιορίση αξίαν μείζονα ή ελάσσονα της καθορισθείσης υπό των εκτιμητών, αναγράφων λεπτομερώς είς το τέλος της εκθέσεως εκτιμήσεως τα στοιχεία, εφ΄ ών βασίζει την κρίσιν του ταύτην.
2. Επί τη βάσει του πορίσματος της προηγούμενης παραγράφου καταρτίζεται φύλλον ελέγχου, το οποίον κοινοποιείται είς τον υπόχρεων ή είς τον πληρεξούσιόν του, εν περιπτώσει δε θανάτου του υποχρέου κοινοποιείται είς τους κληρονόμους αυτού.
3. Ο Οικονομικός Έφορος δεν δικαιούται διά νεωτέρου φύλλου ελέγχου να αυξήση την καθορισθείσαν, διά του πρώτου φύλλου ελέγχου αξίαν, του ακινήτου ή του πραγματικού δικαιώματος επί του ακινήτου ή του πλοίου.
Εξαιρετικώς δύναται ο Οικον. Έφορος να κοινοποιήση νέον φύλλον ελέγχου με ηυξημένην αξίαν οσάκις ο εκτιμητής ή ο Οικον. Έφορος, επί τη βάσει της εκθέσεως του οποίου κατηρτίσθη το αρχικόν φύλλον ελέγχου, ετιμωρήθη πειθαρχικώς διά βαρείαν αμέλειαν ή δόλον κατά την εκτίμησιν ταύτην.

 

 

 

 

Άρθρο 11


1. Κατά του φύλλου ελέγχου, εφ΄ όσον δι΄ αυτού προσδιορίζεται ως αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου κλπ., ή ως φόρος επ΄ αυτής ποσόν μεταλύτερον του δηλωθέντος έχει δικαίωμα ενστάσεως ο υπόχρεως ή οι κληρονόμοι του.
2. Διαρκούσης της προθεσμίας προς άσκησιν ενστάσεως ο υπόχρεως δικαιούται να ζητήση παρά του αρμοδίου Οικον. Εφόρου την συμβιβαστικήν επίλυσιν της διαφοράς.
Επιτευχθείσης της συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς συντάσσεται σχετική πράξις επί του φύλλου ελέγχου, ήτις υπογράφεται υπό του Οικον. Εφόρου και του υποχρέου, ο οποίος μέχρι και της επομένης της υπογραφής της πράξεως υποχρεούται να υποβάλη συμπληρωματικήν δήλωσιν και να καταβάλη την επί πλέον διαφοράν του φόρου μετά της προσαυξήσεως της προβλεπομενής υπό του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του παρόντος.
Εν περιπτώσει μη καταβολής της επί πλέον διαφοράς του φόρου κλπ., ματαιούται η συμβιβαστική επίλυσις της υποθέσεως και συνεχίζεται περαιτέρω η τακτική διαδικασία.
3. Αί διατάξεως του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και επί της περιπτώσεως διανομής ακινήτου μεταξύ των συγκυρίων των κλπ.

 

 

 

Άρθρο 12


1. Η επαλήθευσις των επιδοθεισών δηλώσεων, η σύνταξις των φύλλων ελέγχου και των φορολογικών καταλόγων και η κοινοποίησις αποσπασμάτων αυτών, αι ενστάσεις κατά των εν τοις φορολογικοίς καταλόγοις εγγραφών και τα της επιδόσεως και εκδικάσεως αυτών, αί εφέσεις κατά των εκδοθεισών συνεπεία ενστάσεων αποφάσεων και τα της επιδόσεως και εκδικάσεως των εφέσεων, αι αποζημιώσεις των επιτροπών, τα δικαιώματα επιδόσεως, τα των παραβόλων και δικαστικών δαπανών, τα της βεβαιώσεως του φόρου και εν γένει η διαδικασία της βεβαιώσεως του φόρου διέπονται υπό των διατάξεων του Κώδικος φορολογίας καθαρών προσόδων, εφ΄ όσον δεν ρυθμίζονται άλλως δια διατάξεων του παρόντος νόμου.
Διά την εκδίκασιν των ενστάσεων ως τρίτον ιδιωτικόν μέλος μετέχει το ωρισμένον διά την εκδίκασιν των ενστάσεων της φορολογίας οικοδομών του Κώδικος φορολογίας καθαρών προσόδων.
2. Η κατά τον παρόντα νόμον διαδικασία βεβαιώσεως και εν γένει άπαντα τα διά την εφαρμογήν της φορολογίας ταύτης εκδιδόμενα ή οπωσδήποτε χρησιμοποιούμενα έγγραφα, συντάσσονται εφ΄ απλού χάρτου.
3. Το δικαίωμα του δημοσίου, προς επιβολήν του φόρου του παρόντος παραγράφεται μετά τετραετίαν από της ημέρας της επιδόσεως της δηλώσεως του φόρου μεταβιβάσεως.
Επί των περιπτώσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του παρόντος, εφ΄ όσον έληξεν η τετραετία, το δικαίωμα του δημοσίου προς επιβολήν του φόρου διατηρείται και πέραν της τετραετίας και μέχρις έξ μηνών από της χρονολογίας της οριστικής και τελεσιδίκου πειθαρχικής αποφάσεως της εκδοθείσης κατά του αρμοδίου επί της εκτιμήσεως οργάνου.

 

 

 

 

 

Άρθρο 13


1. Ο συμβολαιογράφος δεν δύναται να προβή είς την σύνταξιν συμβολαίου εάν από της ημέρας εκδόσεως του αντιγράφου της δηλώσεως παρήλθε χρονικόν διάστημα μείζον των 45 ημερών.
2. Ο συμβολαιογράφος υποχρεούται:

α) να αναγράψη είς το συμβόλαιον τον αύξοντα αριθμόν των δηλώσεων και την Οικ. Εφορίαν την παραλαβούσαν ταύτην, τον αριθμόν και την ημερομηνίαν του αποδεικτικού εισπράξεως, το καταβληθέν ποσό του φόρου μεταβιβάσεως, το Δημόσιον Ταμείον και το ονοματεπώνυμον του επιμελητού εισπράξεως,

β) να επισυνάψη το αποδεικτικόν εισπράξεως είς το συμβόλαιον και

γ) να υπομιμνήσκη είς τους συμβαλλομένους απάσας τας εκ του παρόντος νόμου υποχρεώσεις αυτών και τας κυρώσεις διά τας παραβάσεις των διατάξεων του, ποιούμενος ρητήν μνείαν εν τω συμβολαίω περί τούτου.

Αί διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και επί των περιπτώσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του παρόντος.
3. Ο φύλαξ μεταγραφών υποχρεούται ν΄ αρνηθή την μεταγραφήν συμβάσεως ή δικαστικής αποφάσεως κλπ., περί μεταβιβάσεως ακινήτου ή πραγματικού δικαιώματος επί ακινήτου, εφ΄ όσον δεν προσάγεται είς αυτόν αντίγραφον της δηλώσεως του φόρου μεταβιβάσεως δεόντως θεωρημένον υπό του Οικονομικού Εφόρου.
Αί διατάξες της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και διά της ενέργειαν των οικείων μεταβολών είς το νηολόγιον.

 

 

 

Άρθρο 14


1. Αί δημόσιαι εν γένει Αρχαί, ως και πάν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υποχρεούνται όπως, μετά πρόσκλησιν του Οικον. Εφόρου ή των Φορολογικών Δικαστηρίων, αποστέλλωσι προς αυτά, το βραδύτερον εντός δέκα ημερών από της λήψεως της προσκλήσεως, τα στοιχεία και πληροφορίας τα οποία διαθέτουσι.
2. Το πρώτον πενθήμερον εκάστου μηνός υποχρεούται να αποστέλλωσιν επί αποδείξει είς τον αρμόδιον Οικον. Έφορον

α) οι συμβολαιογράφοι αντίγραφα των προσυμφώνων ως και των οριστικών συμβολαίων μεταβιβάσεως ακινήτων κλπ., των συναφθέντων εντός του αμέσως προηγουμένου μηνός,

β) οι γραμματείς των δικαστηρίων περιλήψεις των εκδοθεισών αποφάσεων ένεκα μη εκτελέσεως προσυμφώνου κλπ., δι΄ ων επιτάσσεται η μεταβίβασις ακινήτου κλπ., και

γ) αί προξενικαί Αρχαί αντίγραφα των προσωρινών ή οριστικών συμβολαίων μεταβιβάσεως ακινήτων κλπ., των συναφθέντων εντός του αμέσως προηγουμένου μηνός.

 

 

 

 

Άρθρο 15


1. Οι συμβολαιογράφοι και τα λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα αρνούμενα, δυστροπούντα ή αμελούντα να διευκολύνωσι την εξέλεγξιν και παράδοσιν ή εμπρόθεσμον αποστολήν των υπό του παρόντος προβλεπομένων στοιχείων ή παρέχοντα τα στοιχεία ταύτα πλημμελώς ή εσφαλμένως, ανεξαρτήτως πάσης άλλης ευθύνης των κατά τας κειμένας διατάξεις, τιμωρούνται διά προστίμου από δραχ. 300.000 μέχρι τριάκοντα εκατομμυρίων δραχμών επιβαλλομένου δι΄ ητιολογημένης αποφάσεως του Οικον. Εφόρου καθ΄ης επιτρέπονται τα υπό των άρθρων 11 και 12 του παρόντος προβλεπόμενα ένδικα μέσα. Επί νομικών προσώπων το πρόστιμον επιβάλλεται εις βάρος των διοικούντων αυτό.
2. Επί δημοσίων Υπηρεσιών, οι εκ των αρμοδίων αρνούμενοι, δυστροπούντες ή αμελούντες να διευκολύνωσι την εξέλεγξιν και παράδοσιν ή αποστολήν στοιχείων ή παρέχοντες τα στοιχεία ταύτα πλημμελώς ή εσφαλμένως, διώκονται επί τω λόγω τούτω πειθαρχικώς, επί τη αιτήσει του Οικονομικού Εφόρου. Η πειθαρχική αγωγή ασκείται, εκ μέρους της προϊσταμένης αυτών Αρχής υποχρεωτικώς.
3. Οι Γραμματείς των δικαστηρίων και οι Φύλακες μεταγραφών παραβάται των διατάξεων του παρόντος, εκτός της πειθαρχικής διώξεως δύναται να τιμωρηθώσι και διά προστίμου από 100.000 μέχρι 5.000.000 δραχμών, επιβαλλομένου δι΄ ητιολογημένης αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών και κατόπιν προηγουμένης κλήσεως παρ΄ αυτού είς απολογίαν των ως άνω προσώπων.
4. Οι λαμβάνοντες γνώσιν επαγγελματικού μυστικού υποχρεούνται είς τήρησιν αυτού, υποκείμενοι, εν ενατία περιπτώσει, είς τας ποινάς τας προβλεπομένας υπό του Ποινικού Νόμου.

 

 

 

 

Άρθρο 16


1. Εάν μετά την επίδοσιν της δηλώσεως ματαιωθή η υπογραφή του συμβολαίου μεταβιβάσεως, ο καταβληθείς φόρος επιστρέφεται.
2. Εάν η μεταβίβασις, υπό αναβλητικήν ή διαλυτικήν αίρεσιν, ματαιωθή, συνεπεία ατονίας της αναβλητικής ή εξόδου της διαλυτικής αιρέσεως, επιστρέφεται το ήμισυ του καταβληθέντος φόρου.
3. Εάν γίνη η εξώνησις του ακινήτου εντός της ταχθείσης συμβατικής προθεσμίας, δεν επιβάλλεται φόρος μεταβιβάσεως διά την νέαν ταύτην μεταβίβασιν, επιστρέφεται δε και το ήμισυ του καταβληθέντος φόρου μεταβιβάσεως κατά την κατάρτισιν του, επί τω όρω της εξωνήσεως, συνταγέντος συμβολαίου.
4. Εάν εντός έτους από της καταρτίσεως του οριστικού συμβολαίου μεταβιβάσεως ακυρωθή τούτο ένεκεν ελαττώματος αφορώντος είς τας νομικάς σχέσεις του πωλητού προς το ακίνητον ή ένεκεν άλλων εξαιρετικών λόγων, δεν επιβάλλεται φόρος μεταβιβάσεως διά την ακύρωσιν και επιστρέφεται το ήμισυ του κατά την κατάρτισιν του ακυρουμένου συμβολαίου καταβληθέντος φόρου μεταβιβάσεως.
5. Διά την επιστροφήν του φόρου επί των περιπτώσεων των προηγούμενων παραγράφων απαιτείται αίτησις του δικαιούχου προς τον αρμόδιον διά τον φόρον της μεταβιβάσεως Οικον. Έφορον, ήτις δέον να υποβληθή:

Α) εντός έτους από της επιδόσεως της δηλώσεως είς την περίπτωσιν της ματαιώσεως της υπογραφής του συμβολαίου μεταβιβάσεως και

Β) εντός εκατόν είκοσι (120) ημερών από της ημέρας:

α) της ατονίας ή εξόδου της αιρέσεως,

β) της ενεργείας της εξωνήσεως,

γ) της ακυρώσεως του συμβολαίου.

Μετά την πάροδον των προθεσμιών τούτων παραγράφεται το δικαίωμα προς επιστροφήν του καταβληθέντος φόρου.

 

 

 

 

Άρθρο 17

 

1. Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται:

α) η παρεχόμενη αμοιβή εις τους συμβολαιογράφους και τους γραμματείς των δικαστηρίων δια τα υπ΄αυτών αποστελλόμενα προς τον Οίκον. Έφορον αντίγραφα,

β) τα έξοδα κινήσεως και αι αμοιβαί των ακτιμητών κλπ. εφ΄ όσον δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι,

γ) ο τύπος της δηλώσεως και το ειδικώτερον περιεχόμενον της,

δ) τα της καταθέσεως των ποσών εις την Τράπεζα της Ελλάδος υπέρ των εν παραγράφω 3 του άρθρου 4 αναφερομένων φυσικών ή νομικών προσώπων,

ε) τα των απαιτούμενων στοιχείων δια την επιστροφήν του φόρου επί ματαιώσεως της μεταβιβάσεως και επί των λοιπών περιπτώσεων επιστροφής και

στ) εν γένει πάσα λεπτομέρεια αναγκαία δια την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου.

2. Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δύναται:

α) να ορισθή ειδική διαδικασία βεβαιώσεως και εισπράξεως του φόρου μεταβιβάσεως πλοίων ή μεριδίου αυτών συντελουμένης εν τω εσωτερικώ ή εν τω εξωτερικώ,

β) να ορισθούν τρόποι καθορισμού και ελέγχου της αξίας αυτών και

γ) να ορισθούν τα της αμοιβής των ενεργούντων την εργασίαν ταύτην, οσάκις ούτοι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

3. Ο Υπουργός των Οικονομικών εγκρίνει και εντέλλεται την πληρωμήν πάσης αναγκαίας δαπάνης διά την εκτέλεσιν του παρόντος Νόμου καταλογιζομένης είς τα έξοδα βεβαιώσεως των αμέσων φόρων.
4. Η διάθεσις του ποσοστού της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του παρόντος είς έκαστον δήμον και κοινότητα ή είς επαρχιακόν ταμείον οδοποιίας και τα της αναλήψεως του ποσού όπερ έκαστον τούτων δικαιούται, ενεργούνται κατά τα οριζόμενα δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Εσωτερικών ή κατά περίπτωσιν του Υπουργού των Δημοσίων Έργων.
5. Διά κοινών αποφάσεων των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών καθορίζονται τα της αποδόσεως των δικαιωμάτων των εις τους άμισθους φύλακας μεταγραφών και είς το ταμείον συντάξεως νομικών.

 

 

 

 

 

Άρθρο 18


1. Αί διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των από 1 Ιανουαρίου 1951 και εφεξής: α) μεταβιβάσεων ακινήτων, και πραγματικών δικαιωμάτων επί των ακινήτων, ή πλοίων και μεριδίου αυτών και β) μεταγραφών των περιπτώσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος.
Ωσαύτως ο παρών νόμος εφαρμόζεται και επί των οριστικών συμβολαίων των συντασσομένων είς εκτέλεσιν προσυμφώνων συνταγέντων μέχρι της 31 Δεκεμβρίου 1950.
2. Από 1 Ιανουαρίου 1951 καταργούνται εφαρμοζόμεναι εφεξής μόνον επί των μέχρι και της 31 Δεκεμβρίου 1950 μεταβιβάσεως ακινήτων, ή πραγματικών δικαιωμάτων επί των ακινήτων ή πλοίων και μεριδίων αυτών:

α) αί διατάξεις του νόμου 4225/1929 «περί καταργήσεως της φορολογίας αυτομάτου υπερτιμήματος της ακινήτου ιδιοκτησίας και επιβολής ειδικού φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων» ως συνεπληρώθησαν και ετροποποιήθηκαν μεταγενεστέρως.
β) αι διατάξεις αι αφορώσαι την επιβολήν προσθέτου 1% κατά την κατάρτισιν των συμβολαίων μεταβιβάσεως και 0,25% κατά την μεταγραφήν αυτών, υπέρ του ταμείου συντάξεως νομικών και
γ) πάσα ετέρα γενική ή ειδική διάταξις αντικειμένη είς τον παρόντα νόμον.

3. Αί διατάξεις του αναγκ. νόμου 1323/1949 διατηρούνται εν ισχύι ως προς τας υπ΄ αυτών ρυθμιζομένας σχέσεις.

 

 

 

Άρθρο 19


1. Επί των από 1 Ιανουαρίου 1951 και εφεξής μεταβιβάσεως ακινήτων, πραγματικών δικαιωμάτων επί ακινήτων, πλοίων ή μεριδίου αυτών δεν επιβάλλονται

α) αναλογικόν τέλος χαρτοσήμου διά τε το συμβόλαιον και διά την μεταγραφήν αυτού και

β) αναλογικά δικαιώματα εμμίσθων και αμίσθων μεταγραφοφυλάκων διά την μεταγραφήν των συμβολαίων των εν λόγω μεταβιβάσεων.

Αί διατάξεις της παρούσης εφαρμόζονται αναλόγως και επί των περιπτώσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος.
Επί των μεταβιβάσεων τούτων επιβάλλεται

Α) πάγιον τέλος χαρτοσήμου δρχ 10.000 δι΄ έκαστον συμβόλαιον και δι΄ εκάστην αίτησιν μεταγραφής εκάστου ακινήτου κλπ. και

Β) πάγιον δικαίωμα μεταγραφής δρχ 5.000 καταβαλλόμενον

α) απ΄ ευθείας εις τον άμισθον φύλακα μεταγραφών και

β) δι΄ επικολλήσεως αναλόγου χαρτοσήμου επί της αιτήσεως μεταγραφής προκειμένου περί εμμίσθου φύλακος μεταγραφών.

2. Εκτός

α) του φόρου μεταβιβάσεως και του παγίου τέλους χαρτοσήμου και των παγίων δικαιωμάτων του φύλακος μεταγραφών,
β) του φόρου υπέρ του ειδικού ταμείου εποικισμού του προβλεπομένου υπό του άρθρου 220 του αγροτικού κώδικος,
γ) του φόρου επί μεταβιβάσεως μεταλλείων του Νόμου ΓΦΚΔ΄ του έτους 1910 ως ισχύει,
δ) των νομίμων δικαιωμάτων των συμβολαιογράφων, ουδείς έτερος φόρος, τέλος, δικαίωμα, εισφορά υπέρ του δημοσίου ή υπέρ τρίτου επιβάλλεται επί της μεταβιβάσεως των ακινήτων ή των πραγματικών επ΄ αυτών δικαιωμάτων και επί της μεταγραφής αυτών ως και επί μεταβιβάσεως πλοίων ή μεριδίου αυτών.

 

 

 

 

Άρθρο 20


Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, πλην των διατάξεων δι΄ ας άλλως ώρισται εν αυτώ, υποβληθήσεται δε προς κύρωσιν εις την Βουλήν άμα τη επαναλήψει των εργασιών αυτής.

Κατηγορία: Νόμοι - Π.Δ.
Εμφανίσεις: 2847