Εκτύπωση

Αθήνα 01/09/2004
ΥΠΟΙΚ. 1068824/5195/ΔΕ-Β’

ΠΟΛ.1093


ΘΕΜΑ : Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων (άρθρα 1 – 11) του ν.3259/2004 που αναφέρονται στη περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων.

Α. ΓΕΝΙΚΑ


Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 111, 22 και 41 του ν. 3259/2004 Φ.Ε.Κ. 149Α/4-8-2004, ‘Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, ρύθμιση ληξιπροθέσμων χρεών και άλλες διατάξεις’ και σας επισημαίνουμε την αναγκαιότητα για την όσο το δυνατόν συντομότερη διεκπεραίωση των εργασιών που απαιτούνται για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων των επιτηδευματιών στα πλαίσια των κοινοποιούμενων διατάξεων και των οδηγιών της παρούσας.
Ακόμα διευκρινίζεται ότι με την εγκύκλιο αυτή παρέχονται οι απαραίτητες ερμηνευτικές οδηγίες σε διατάξεις που η αντιμετώπισή τους είναι ενδεχόμενο να δημιουργεί απορίες ή ερωτηματικά και όχι στο σύνολο αυτών.

 

Αρχή

 

 

Β. ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ


Για την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 111 του ν. 3259/2004, σας παρέχουμε κατ’ άρθρο τις ακόλουθες οδηγίες και αναγκαίες διευκρινίσεις:

 

 

¶ρθρο 1
Εισαγωγή


Με το άρθρο 1 καθορίζεται ότι ο ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις, είναι προαιρετικός και έχει ως σκοπό την περαίωση αυτών.

 

Αρχή

 

 

¶ρθρο 2
Βασικές Έννοιες


Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου οι παρακάτω όροι νοούνται ως εξής:

Μοναδικός Σ.Κ.Κ.:

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 ως Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους λαμβάνεται ο μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους που προβλέπεται από τους πίνακες συντελεστών καθαρού κέρδους που ισχύουν.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συγκεκριμένος μοναδικός συντελεστής για το ασκούμενο επάγγελμα, λαμβάνεται ο μέσος όρος των συντελεστών της κατηγορίας του πίνακα, στην οποία κατηγορία ανήκει το επάγγελμα αυτό.

Στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν ακαθάριστα έσοδα με περισσότερους του ενός μοναδικούς συντελεστές καθαρού κέρδους, τότε ως μοναδικός συντελεστής λαμβάνεται ο μεσοσταθμικός συντελεστής καθαρού κέρδους ο οποίος θα προκύψει από τη σχέση των συνολικών καθαρών κερδών των επί μέρους υπολογισμών (ακαθάριστα έσοδα επί μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους) δια του συνολικού ποσού των ακαθάριστων εσόδων επί εκατό (100).

 

Παράδειγμα (σε δραχμές)

 

Ακαθάριστα έσοδα Α’

50.000.000,00 επί Μ.Σ.Κ.Κ.

10,00% Καθαρά Κέρδη

5.000.000,00

Ακαθάριστα έσοδα Β’

30.000.000,00 επί Μ.Σ.Κ.Κ.

8,00% Καθαρά Κέρδη

2.400.000,00

Ακαθάριστα έσοδα Γ’

10.000.000,00 επί Μ.Σ.Κ.Κ.

11,00% Καθαρά Κέρδη

1.100.000,00

Ακαθάριστα έσοδα Δ’

20.000.000,00 επί Μ.Σ.Κ.Κ.

35,00% Καθαρά Κέρδη

7.000.000,00

Σύνολα

110.000.000,00 

15.500.000,00

Μέσος Σταθμικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους

 
 15.500.000,00 δια110.000.000,00 =

14,09%

 

Ο διαχωρισμός των ακαθαρίστων εσόδων ανά μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους, θα ληφθεί όπως αυτός προκύπτει από το υποβληθέν έντυπο Ε3.

Σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει γίνει διαχωρισμός των ακαθαρίστων εσόδων στο έντυπο Ε3, αλλά προκύπτει ο διαχωρισμός αυτός σαφέστατα και χωρίς αμφισβήτηση από τα στοιχεία του φακέλου που υπάρχουν στη Δ.Ο.Υ., τότε θα ληφθεί από τα στοιχεία αυτά.

Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή όταν δεν προκύπτει σαφώς ο διαχωρισμός των ακαθαρίστων εσόδων, τότε ως μοναδικός συντελεστής θα λαμβάνεται ο μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους του κυρίως ασκούμενου επαγγέλματος των πινάκων και όχι αυτός που τυχόν είχε εφαρμοσθεί.

 

Παράδειγμα (σε δραχμές)

Επιχείρηση πώλησης κοσμημάτων με παράλληλη πώληση γυναικείων υποδημάτων και ετοίμων γυναικείων ενδυμάτων.

 

Γυναικεία ενδύματα

50.000.000,00 επί Μ.Σ.Κ.Κ.

14,00% Καθαρά Κέρδη

7.000.000,00

Γυναικεία υποδήματα

30.000.000,00 επί Μ.Σ.Κ.Κ.

12,00% Καθαρά Κέρδη

3.600.000,00

Κοσμήματα

10.000.000,00 επί Μ.Σ.Κ.Κ.

22,00% Καθαρά Κέρδη

2.200.000,00

Σύνολα

90.000.000,00

 

12.800.000,00

Μέσος Σταθμικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους

 
 12.800.000,00 δια90.000.000,00 =

14,22%

 

Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει σαφής διαχωρισμός ο συντελεστής θα είναι 14,22% δηλαδή ο μεσοσταθμικός.
Σε περίπτωση όμως κατά την οποία δεν υπάρχει ο πιο πάνω διαχωρισμός και η επιχείρηση έχει καταχωρηθεί π.χ. ως επιχείρηση εμπορίας κοσμημάτων, ο μοναδικός συντελεστής θα είναι 22,00%.
Για τον προσδιορισμό του μέσου σταθμικού συντελεστή μπορείτε να χρησιμοποιείτε την εφαρμογή που υπάρχει στην ιστοσελίδα της Διεύθυνσης Ελέγχου:
http://10.16.59.100.
Ειδικά επί επιχειρήσεων εκμετάλλευσης εστιατορίων, οινοεστιατορίων ή οινομαγειρείων, καφετεριών και ψητοπωλείων – σουβλάκια, εφαρμόζεται, σε κάθε περίπτωση γενικά, οι χαμηλότεροι για τις επιχειρήσεις αυτές συντελεστές που ισχύουν πριν την έκδοση της Α.Δ. 16/1992, με την οποία απελευθερώθηκαν οι τιμές (σχετική και η εγκύκλιος ΠΟΛ. 1291/2000 παράγραφος Β.5), ανεξαρτήτως των κατά δήλωση εφαρμοσθέντων συντελεστών και της ύπαρξης τυχόν διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων του Κ.Β.Σ.
Επίσης, επί επιχειρήσεων εκμετάλλευσης ουζερί και ταβερνών χωρίς ζωντανή μουσική εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση γενικά οι εφαρμοσθέντες κατά δήλωση συντελεστές καθαρών κερδών, που δεν μπορεί όμως να είναι κατώτεροι από το συντελεστή 14% (σχετική και η εγκύκλιος
ΠΟΛ. 1245/2001 παράγραφος Β.4.5).
Αν για ένα επάγγελμα προβλέπεται μεν συντελεστής όχι όμως για όλες τις ανέλεγκτες χρήσεις (π.χ. λόγω καθιέρωσής του για πρώτη φορά), τότε εφαρμόζεται ο συντελεστής που καθιερώθηκε.

 

Δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα:

Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3259/2004 καθορίζεται η έννοια των ακαθαρίστων εσόδων. Ως δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται αυτά που προκύπτουν από το έντυπο Ε3 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος αρχικής εμπρόθεσμης, εκπρόθεσμης και τυχόν συμπληρωματικής, που υποβλήθηκαν μέχρι 31/12/2003, μετά την αφαίρεση:

α) Εσόδων από συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις
β) Εσόδων από μισθώματα ακινήτων

Στα ακαθάριστα έσοδα συνυπολογίζονται τα πάσης φύσεως έσοδα, χωρίς να εξετάζεται η προέλευσή τους.

Έτσι λαμβάνονται υπόψη και συνυπολογίζονται αμοιβές, προμήθειες, επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις και οποιαδήποτε άλλα έσοδα.

Σε καμία περίπτωση δεν εξετάζεται η φορολογική μεταχείριση των ακαθάριστων εσόδων ή αμοιβών και των πάσης φύσεως εσόδων.
Επίσης, στις υποθέσεις φορολογίας πλοίων καθώς και λοιπών φορολογιών που σχετίζονται με τις υποθέσεις αυτές ως ακαθάριστα έσοδα εννοούνται τα έσοδα των λοιπών κατηγοριών σύμφωνα και με τους παραπάνω περιορισμούς.
Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου ως δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται αυτά που έχουν προσδιορισθεί με την Πρωτόδικη Απόφαση.

 

Αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη:

Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2, αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη αποτελεί:

α) Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων και των ακαθαρίστων εσόδων που έχουν προσδιορισθεί είτε με την έκθεση ελέγχου είτε με το ειδικό σημείωμα ελέγχου της Απόφασης Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ. 1144/1998, εφόσον φυσικά έχουν κοινοποιηθεί στην επιχείρηση μέχρι και την 15η Ιουλίου 2004 και δεν έχει επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Εφόσον έχει διενεργηθεί έλεγχος και έχει κοινοποιηθεί έκθεση ελέγχου αλλά εκ μέρους της επιχείρησης δεν έχει υποβληθεί δήλωση για κάποια εκ των διαχειριστικών χρήσεων, τότε στη περίπτωση αυτή αποκρυβείσα διαφορά αποτελεί η διαφορά που προκύπτει μεταξύ των ακαθαρίστων εσόδων που προσδιορίστηκαν από τον έλεγχο και των ακαθαρίστων εσόδων που προέκυψαν κατά τον έλεγχο από τα βιβλία και τα στοιχεία της επιχείρησης.

Το ποσό των ακαθαρίστων εσόδων που δεν δηλώθηκε θα αναγράφεται στην ένδειξη «ακαθάριστα έσοδα», ενώ στην ένδειξη (8) του απογραφικού δελτίου θα αναγράφεται η οφειλή Φ.Π.Α. της χρήσης αυτής.
Στην περίπτωση που έχουμε τα ακαθάριστα έσοδα και τα οποία προσδιορίζονται μόνο από έκθεση ελέγχου (μη υποβολή δηλώσεων και μη προσκόμιση βιβλίων και στοιχείων), τότε το σύνολο αυτών των ακαθαρίστων εσόδων θεωρείται αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.
Σε περίπτωση που έχει υποβληθεί είτε μόνο δήλωση φόρου εισοδήματος, είτε μόνο εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., ως ακαθάριστα έσοδα δήλωσης λαμβάνονται αυτά που προκύπτουν από την υποβληθείσα σχετική δήλωση. Αποκρυβείσα δε φορολογητέα ύλη αποτελεί η διαφορά αυτών και των εσόδων που προσδιορίστηκαν από τον έλεγχο.
β) Όταν δεν έχει κοινοποιηθεί στην επιχείρηση έκθεση ελέγχου φόρου εισοδήματος ή ειδικό σημείωμα ελέγχου
ΠΟΛ. 1144/1998, αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη αποτελεί το ποσό που προκύπτει από τη συνταχθείσα έκθεση ελέγχου ή ειδικό σημείωμα ελέγχου ΠΟΛ. 1144/1998 τα οποία έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία της ελεγκτικής αρχής μέχρι 15-07-2004, ή από απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. ή από Δελτίο Πληροφοριών της αρμόδιας ή άλλης Δ.Ο.Υ. ή του Σ.Δ.Ο.Ε. ή άλλης αρχής και αφορά:

αα) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών (εμπορεύσιμων ή πάγιων περιουσιακών στοιχείων), από παράλειψη έκδοσης ή λήψης φορολογικού στοιχείου
ββ) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών από έκδοση ή λήψη ανακριβούς ως προς την αξία φορολογικού στοιχείου
γγ) την έκδοση πλαστού ή εικονικού φορολογικού στοιχείου ή τη λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου για πώληση, αγορά ή δαπάνη.

Αν για κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις διενεργήθηκε προσωρινός έλεγχος Φ.Π.Α., εκδόθηκε πράξη προσδιορισμού Φ.Π.Α. και επήλθε διοικητική επίλυση της διαφοράς, τότε για τις ανάγκες του παρόντος κεφαλαίου η περίπτωση αυτή θεωρείται μόνο ως παράβαση Κ.Β.Σ. σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση 5 του παρόντος άρθρου.

Δηλούμενα καθαρά κέρδη:

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 2, δηλούμενα καθαρά κέρδη είναι αυτά που έχουν δηλωθεί στο έντυπο Ε1 ή Ε5 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για τις επιχειρήσεις που τήρησαν βιβλία Α’ και Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., για δε τους τηρήσαντες βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά την προσθήκη ή αφαίρεση λογιστικών διαφορών στη δήλωση φόρου εισοδήματος.


Επίσης διευκρινίζεται ότι:

α) Στη περίπτωση που τα δηλωθέντα κέρδη είναι μικρότερα από το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος (αντικειμενικά κριτήρια), τότε ως δηλωθέντα κέρδη εννοείται το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος (αντικειμενικά κριτήρια) εφόσον έχει φορολογηθεί.
β) Εφόσον έχει διενεργηθεί προσωρινός έλεγχος και τα δηλωθέντα καθαρά κέρδη έχουν διαφοροποιηθεί με την προσθήκη λογιστικών διαφορών και τα κέρδη αυτά έχουν φορολογηθεί, τα διαμορφωθέντα αυτά κέρδη αποτελούν και δηλούμενα καθαρά κέρδη.
γ) Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου θεωρούνται αυτά που έχουν προσδιορισθεί με την Πρωτόδικη Απόφαση.

Παραβάσεις Κ.Β.Σ. που επαυξάνουν το συντελεστή φόρου:

Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου του ν.3259/2004 καθορίζονται οι παραβάσεις Κ.Β.Σ. που επαυξάνουν το συντελεστή φόρου και όχι τα ακαθάριστα έσοδα. Οι παραβάσεις αυτές είναι:

α) Μη τήρηση ή μη διαφύλαξη οιουδήποτε θεωρημένου βιβλίου Κ.Β.Σ. είτε βασικού είτε πρόσθετου.
β) Μη επίδειξη των θεωρημένων Βιβλίων στον Τακτικό ή Προληπτικό Έλεγχο.
γ) Ανακριβής τήρηση Βιβλίων ως προς τα έσοδα ή μη καταχώρηση εσόδων.
δ) Ανακριβής τήρηση Βιβλίων ως προς τις Αγορές ή μη καταχώρηση αγορών.
ε) Ανακριβής τήρηση Πρόσθετων Βιβλίων ή μη καταχώρηση δεδομένων που επηρεάζουν τα έσοδα ή τις αγορές.
στ) Τήρηση Βιβλίων κατώτερης της προβλεπόμενης από τον Κ.Β.Σ. Κατηγορίας.
ζ) Ανακρίβεια Απογραφής ως προς την ποσότητα ή την αξία.
η) Μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείου του Κ.Β.Σ. ή υπουργικών αποφάσεων.
θ) Έκδοση αθεώρητου στοιχείου Κ.Β.Σ. μη καταχωρημένου στα Βιβλία.

ι) Μη διαφύλαξη εκδοθέντος ή ληφθέντος φορολογικού στοιχείου.
ια) Έκδοση πλαστού ή εικονικού φορολογικού στοιχείου ή νόθευση φορολογικού στοιχείου.
ιβ) Λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου.
ιγ) Καταχώρηση στα Βιβλία. ανύπαρκτων αγορών ή εξόδων.
ιδ) Έκδοση ή σήμανση στοιχείου από μη νόμιμο φορολογικό μηχανισμό μη καταχωρημένου στα Βιβλία .
ιε) Μη αναγραφή του είδους των αγαθών.
ιστ) Μη σύνταξη Απογραφής ή Ισολογισμού.

Οι παραβάσεις μη διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων ή μη επίδειξης αυτών αν και ανάγονται στο χρόνο που διαπιστώνονται ή πιστοποιούνται επαυξάνουν το συντελεστή φόρου για τα έτη στα οποία αναμφισβήτητα αναφέρονται και αφορούν τα βιβλία και στοιχεία.

 

Αρχή

 

 

¶ρθρο 3
Υπαγόμενες Υποθέσεις


Στη ρύθμιση και όπως αυτή καθορίζεται από τα άρθρα 1 έως και 11 του νόμου, υπάγονται οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου του έτους 2002.
Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει υποβληθεί αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. αλλά έχει διενεργηθεί έλεγχος και τα φύλλα ελέγχου έχουν κοινοποιηθεί μέχρι την 15/07/2004 η υπόθεση αυτή δεν εξαιρείται και μπορεί να υπαχθεί στη παρούσα ρύθμιση.
Με τον όρο εκκρεμής υπόθεση φορολογίας εισοδήματος εννοούμε κάθε μία δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή δήλωση αποτελεσμάτων. Το ίδιο ισχύει ανάλογα και για τον όρο εκκρεμείς υποθέσεις λοιπών φορολογικών αντικειμένων.
Με τον όρο εκκρεμείς υποθέσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση νοούνται εκείνες που μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης 15/07/2004 του ν.3259/2004:

α) Δεν είχε αρχίσει ο έλεγχος ή είχε αρχίσει και δεν είχε περατωθεί.
β) Είχε εκδοθεί φύλλο ελέγχου ή πράξη Αποτελεσμάτων, αλλά δεν είχε οριστικοποιηθεί.
γ) Εκκρεμούν στα Διοικητικά Δικαστήρια Α’ και Β’ βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.

Υπάγονται στη ρύθμιση και οι υποθέσεις που έχουν συζητηθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και δεν έχει εκδοθεί η Απόφαση του Πρωτοδικείου ή όσες έχει εκδοθεί η Απόφαση του Πρωτοδικείου και δεν έχει ασκηθεί έφεση επειδή δεν έχει παρέλθει ακόμα η προθεσμία.

 

Αρχή

 

 

 

¶ρθρο 4
Εξαιρούμενες Υποθέσεις


Από τις υποθέσεις του προηγούμενου άρθρου 3 εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση:

α) Οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου του έτους 2003 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δήλωση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις.
Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. σε ενδιάμεση χρήση, της ρύθμισης εξαιρείται η συγκεκριμένη χρήση και οι επόμενες αυτής.

Οι προηγούμενες της χρήσης αυτής διαχειριστικές περίοδοι (εφόσον υπάρχουν σε εκκρεμότητα) μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση και να περαιωθούν.

β) Οι υποθέσεις επιτηδευματιών φυσικών προσώπων με εισοδήματα από γεωργικές επιχειρήσεις για τις οποίες είτε δεν έχουν τηρηθεί βιβλία είτε έχουν τηρηθεί βιβλία του Κ.Β.Σ. αλλά κατηγορίας κατώτερης της τρίτης και μόνον όσον αφορά τα συγκεκριμένα εισοδήματα.
γ) Οι υποθέσεις για τις οποίες έχει υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ά
ρθρου 6 του ν. 2753/1999 (δήλωση συνάφειας) μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 2003 με εξαίρεση τις ανέλεγκτες χρήσεις που προηγούνται ή έπονται των χρήσεων αυτών.

Στην περίπτωση που οι ανωτέρω συμπληρωματικές δηλώσεις υποβλήθηκαν μετά την 31 Δεκεμβρίου 2003, δεν εξαιρούνται της παρούσης ρύθμισης και δύνανται να περαιωθούν.
Σημειώνεται ότι αν σε κάποια από τις χρήσεις που έχει υποβληθεί δήλωση συνάφειας υπάρχει παράβαση Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992) και η συγκεκριμένη χρήση πρέπει να ελεγχθεί τότε, η περαίωση των χρήσεων που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση πρέπει να γίνει ταυτόχρονα με την περαίωση της χρήσης που διαπιστώθηκε η παράβαση.
δ) Από κάθε υπόθεση, η ανέλεγκτη χρήση στην οποία τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα του ποσού των τριών (3) δις. δρχ. ή οκτώ εκατομμυρίων οκτακοσίων τεσσάρων χιλιάδων (8.804.000) ευρώ και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις.
Σε περίπτωση υπερδωδεκάμηνης διαχειριστικής περιόδου, ως ακαθάριστα έσοδα για την υπαγωγή μιας υπόθεσης στην περαίωση, λαμβάνονται τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν με την αναγωγή των συνολικών ακαθάριστων εσόδων σε δωδεκάμηνη βάση, ήτοι:

Συνολικά Ακαθάριστα έσοδα Χ 12 Αριθμός μηνών υπερδωδεκάμηνης περιόδου

ε) Οι ανέλεγκτες υποθέσεις για τις οποίες υπάρχουν κατασχεμένα ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία, εκτός αν αυτά έχουν επεξεργαστεί και έχουν εκδοθεί πράξεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. οι οποίες έχουν κοινοποιηθεί μέχρι και την 25η Ιουλίου 2004.

Στην περίπτωση που δεν κοινοποιήθηκαν πράξεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. μέχρι την προαναφερόμενη ημερομηνία εξαιρούνται της ρύθμισης όλες ανεξαιρέτως οι χρήσεις.
στ) Υποθέσεις φορολογίας πλοίων, ακίνητης περιουσίας, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, μεταβίβασης ακινήτων και κληρονομιών – δωρεών – προικών – γονικών παροχών.
ζ) Υποθέσεις που αφορούν επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.

Τέλος, στην παρούσα ρύθμιση δεν εμπίπτουν οι επιτηδευματίες των παραγράφων 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 33 του ν.2238/1994 (επιβατικά αυτοκίνητα Δ.Χ., φορτηγά αυτοκίνητα Δ.Χ., επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ενοικιαζόμενων δωματίων, επιχειρήσεις εκμετάλλευσης κάμπινγκ, επιχειρήσεις αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών και επιχειρήσεις αποκλειστικά λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές).

 

Αρχή

 

 

 

¶ρθρο 5
Προϋποθέσεις και αποτελέσματα περαίωσης


Η με τις παρούσες διατάξεις περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων, μπορεί να γίνει εφόσον συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις και όροι:

Περαιώνεται υποχρεωτικά η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη χρήση αλλά και οι επόμενες αυτής, εφόσον δεν υπάρχει λόγος εξαίρεσης μίας εκ των επομένων χρήσεων.

Σε περίπτωση κατά την οποία για μία εκ των εκκρεμών χρήσεων, υπάρχει λόγος εξαίρεσης από τη περαίωση, εξαιρείται τόσο η χρήση για την οποία υπάρχει λόγος εξαίρεσης, όσο και οι επόμενες αυτής χρήσεις.
Σε περίπτωση κατά την οποία δεν συντρέχουν λόγοι εξαίρεσης από τη περαίωση κάποιας εκ των εκκρεμών χρήσεων, περαιώνονται υποχρεωτικά όλες οι ανέλεγκτες χρήσεις, μη επιτρεπομένης της περαίωσης ορισμένων εξ αυτών χρήσεων επιλεκτικά.
Μαζί με τη περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων φόρου εισοδήματος και λοιπών φορολογιών, ο επιτηδευματίας πρέπει να αποδεχθεί και την περαίωση των εκκρεμών Πράξεων Προστίμων Κ.Β.Σ. που αφορούν τις υποθέσεις αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο
άρθρο 8.
Ο ενδιαφερόμενος αποδέχεται τη βεβαίωση και καταβολή της συνολικής οφειλής φόρου που προκύπτει από το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτεται ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις οικείες δηλώσεις που υποβλήθηκαν ή τα ποσά κύριου και πρόσθετου φόρου που βεβαιώθηκαν με βάση Απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου.

Αυτονόητο είναι ότι η εκτέλεση της Απόφασης Διοικητικού Πρωτοδικείου (βεβαίωση κλπ.) θα προηγείται των διαδικασιών της περαίωσης.
Στην περίπτωση που έχει βεβαιωθεί ποσό φόρου λόγω άσκησης προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου το ποσό αυτό συμψηφίζεται με το συνολικό ποσό φόρου που προκύπτει από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα της αντίστοιχης φορολογίας και για το υπόλοιπο ποσό ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται από την παράγραφο 4 του
άρθρου 9 του ν.3259/2004.

Αν το ποσό που βεβαιώθηκε λόγω προσφυγής είναι μεγαλύτερο του ποσού που προκύπτει από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα τότε η επιπλέον διαφορά δεν επιστρέφεται.
Σε περίπτωση αναστολής είσπραξης του ποσού της προβεβαίωσης μετά από απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου το ποσό αυτό της προβεβαίωσης δεν συμψηφίζεται με το συνολικό ποσό φόρου που προκύπτει από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα.
Με την υπογραφή της προβλεπόμενης από την παράγραφο 4 του
άρθρου 9 πράξης, καταβάλλεται υποχρεωτικά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) της συνολικής οφειλής φόρου εισοδήματος, Φ.Π.Α. και προστίμων Κ.Β.Σ. που περαιώνονται με τις παρούσες διατάξεις.
Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στο Δημόσιο κατ’ εφαρμογή του νόμου αυτού δεν αναζητούνται ούτε συμψηφίζονται πλην της περίπτωσης εφαρμογής της παραγράφου 2 του
άρθρου 68 του ν.2238/1994.

 

Αρχή

 

 

¶ρθρο 6
Περαίωση υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος


Η περαίωση κάθε μιας εκκρεμούς υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος, πραγματοποιείται με την αποδοχή από τον ενδιαφερόμενο της βεβαίωσης του επί πλέον φόρου που προκύπτει σύμφωνα με τον τρόπο υπολογισμού του ν.3259/2004, πέραν του φόρου που τυχόν έχει βεβαιωθεί με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή με φύλλο ελέγχου ή πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων ή απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Δυνατότητα συμψηφισμού βεβαιωτέου και ήδη βεβαιωθέντος φόρου παρέχεται μόνο στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 3259/2004.
Ο επιπλέον αυτός φόρος υπολογίζεται ως κατωτέρω:

α) Προκειμένου για επιτηδευματία που δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. το ποσό του βεβαιωτέου φόρου υπολογίζεται ως εξής:

Τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή λογιστικών διαφορών δύο τοις εκατό (2%).

Το ποσό αυτό των λογιστικών διαφορών προσαυξάνεται με τη θετική διαφορά που προκύπτει μεταξύ των προσδιοριζόμενων εξωλογιστικά καθαρών κερδών με τη χρήση του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους και των δηλούμενων καθαρών κερδών.

Αν τα δηλούμενα καθαρά κέρδη είναι μεγαλύτερα των εξωλογιστικών καθαρών κερδών, η διαφορά αυτών μειώνει το ποσό των λογιστικών διαφορών.

Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%).

 

Παραδείγματα (σε δραχμές)
 

Δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα μιάς Ομορρύθμου Εταιρείας με βιβλία Β’ κατηγορίας

 

150.000.000,00

 

Πλέον αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη

 

5.000.000,00

 

Συνολική αξία εσόδων

 

155.000.000,00

 

Δηλωθέντα καθαρά κέρδη

  

18.000.000,00

Υπολογισμός λογιστικών διαφορών επί 2%

   

Λογιστικές διαφορές 155.000.000,00 επί

2,00% =

3.100.000,00

 

Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους

12,00%

  

Υπολογισμός εξωλογιστικώς των Καθαρών Κερδών

   

Ακαθάριστα έσοδα 155.000.000,00 επί

12,00% =

18.600.000,00

 

 

 

Θετική διαφορά εξωλογιστικών και δηλωθέντων καθαρών κερδών:

 

18.600.000 – 18.000.000 = 600.000
Προσαύξηση λογιστικών διαφορών: 3.100.000 + 600.000 = 3.700.000
Οφειλόμενος φόρος εισοδήματος: 3.700.000 x 23% = 851.000


Σε περίπτωση κατά την οποία τα δηλωθέντα καθαρά κέρδη του προηγούμενου παραδείγματος ήταν μεγαλύτερα από τα κέρδη που προκύπτουν από τον εξωλογιστικό προσδιορισμό, θα είχαμε:

 

 

Δηλωθέντα καθαρά κέρδη

  

19.000.000,00

Υπολογισμός λογιστικών διαφορών επί 2%

   

Λογιστικές διαφορές 155.000.000,00 επί

2,00% =

3.100.000,00

 

Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους

12,00%

  

Υπολογισμός εξωλογιστικώς των Καθαρών Κερδών

   

Ακαθάριστα έσοδα 155.000.000,00 επί

12,00% =

18.600.000,00

 



Αρνητική διαφορά εξωλογιστικών και δηλωθέντων καθαρών κερδών:

18.600.000 – 19.000.000 = - 400.000
Μείωση λογιστικών διαφορών: 3.100.000 - 400.000 = 2.700.000
Οφειλόμενος φόρος εισοδήματος: 2.700.000 x 23% = 621.000


Εάν από τον παραπάνω υπολογισμό δεν προκύπτει φόρος ή προκύπτει:

α) Ποσό μικρότερο από διακόσια (200) ευρώ για επιτηδευματία που δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία πρώτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα διακόσια (200) ευρώ.
β) Ποσό μικρότερο από τριακόσια (300) ευρώ για ελεύθερο επαγγελματία, όπως η έννοια αυτή καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 48 του ν.2238/1994 που δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία της Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα τριακόσια (300) ευρώ.
γ) Ποσό μικρότερο από πεντακόσια (500) ευρώ για κάθε άλλο επιτηδευματία που τήρησε βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα πεντακόσια (500) ευρώ.

Διευκρινίζεται ότι τα ανωτέρω ελάχιστα ποσά βεβαιωτέου φόρου επιβάλλονται ανά χρήση και στην περίπτωση που η επιχείρηση βρίσκεται σε αδράνεια.
Επίσης εάν επιτηδευματίας δηλώνει εισόδημα που προέρχεται από πηγές Δ και Ζ, το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση είναι πεντακόσια (500) ευρώ.
Ακόμα εάν ο επιτηδευματίας τηρεί βιβλία Α’ και Β’ κατηγορίας Κ.Β.Σ. παράλληλα, το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση είναι αυτό που αντιστοιχεί στη μεγαλύτερη κατηγορία βιβλίων.
Προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. το ποσό του βεβαιωτέου φόρου υπολογίζεται ως εξής:

Τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή λογιστικών διαφορών δύο τοις εκατό (2%). Το ποσό αυτό των λογιστικών διαφορών προσαυξάνεται με τη θετική διαφορά που προκύπτει μεταξύ των προσδιοριζόμενων εξωλογιστικά καθαρών κερδών με τη χρήση του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους μειωμένου κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) και των δηλούμενων καθαρών κερδών.

Αν τα δηλούμενα καθαρά κέρδη είναι μεγαλύτερα των εξωλογιστικών καθαρών κερδών, η διαφορά αυτών μειώνει το ποσό των λογιστικών διαφορών.
Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%), για όλες τις περιπτώσεις, εκτός Α.Ε. και Ε.Π.Ε. στις οποίες επιβάλλεται φόρος με συντελεστή 20%.
Το ποσό του φόρου που προκύπτει από τον παραπάνω υπολογισμό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δύο τοις χιλίοις (2‰) του ποσού των ακαθάριστων εσόδων συνολικά (δηλωθέντων και τυχόν αποκρυβέντων).
Για τον υπολογισμό του ποσού του βεβαιωτέου φόρου, στην περίπτωση που υπάρχει Απόφαση Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ ή Έκθεση Ελέγχου Κ.Β.Σ. από την οποία προκύπτει απόκρυψη ακαθάριστων εσόδων συγκεκριμένου ύψους, ή Δελτίο Πληροφοριών για έκδοση πλαστών ή εικονικών στοιχείων ή λήψη εικονικών στοιχείων με συγκεκριμένα ποσά απόκρυψης, τα ποσά αυτά προσαυξάνουν τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα του οικονομικού έτους που αφορούν και ο συντελεστής υπολογισμού του φόρου γίνεται:

α) Είκοσι οκτώ τοις εκατό (28%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε και είκοσι τρία τοις εκατό (23%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.
β) Τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε και τριάντα τοις εκατό (30%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το πέντε τοις εκατό (5%) και μέχρι το δέκα τοις εκατό (10%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.
γ) Σαράντα πέντε τοις εκατό (45%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και σαράντα τοις εκατό (40%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το δέκα τοις εκατό (10%) και μέχρι το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.
δ) Πενήντα δύο τοις εκατό (52%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και σαράντα εφτά τοις εκατό (47%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και μέχρι το είκοσι τοις εκατό (20%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.
ε) Εξήντα τοις εκατό (60%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το είκοσι τοις εκατό (20%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.
στ) Είκοσι οκτώ τοις εκατό (28%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και είκοσι τρία τοις εκατό (23%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που υπάρχει κάποια από τις παραβάσεις που αναφέρονται στη παράγραφο 5 του άρθρου 2 πλην όμως δεν προσδιορίζεται το ύψος της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης.

Για την εφαρμογή των προηγούμενων περιπτώσεων λαμβάνονται υπόψη οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. οι οποίες:

α) έχουν οριστικοποιηθεί,

β) εκκρεμούν για διοικητική επίλυση της διαφοράς στη Δ.Ο.Υ ή στα Διοικητικά Δικαστήρια Α’ και Β’ βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου,

γ) προκύπτουν από Έκθεση Ελέγχου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ ή άλλης Δ.Ο.Υ ή του Σ.Δ.Ο.Ε και δεν έχει εκδοθεί ή έχει εκδοθεί και δεν έχει κοινοποιηθεί η σχετική απόφαση επιβολής προστίμου,

δ) προκύπτουν αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή άλλο έγγραφο στοιχείο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ ή άλλης Δ.Ο.Υ ή του Σ.Δ.Ο.Ε ή άλλης αρχής ή από την αντιπαραβολή των δεδομένων έγγραφων στοιχείων της Γ.Γ.Π.Σ. με τα αντίστοιχα δεδομένα της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή των εντύπων που τη συνοδεύουν, αλλά δεν έχει ακόμη συνταχθεί η σχετική έκθεση ελέγχου.

Για τις περιπτώσεις του εδαφίου αυτού (δ’) πριν από την περαίωση της υπόθεσης θα συντάσσεται σχετική Πράξη Προστίμου, ώστε να περαιώνεται αυτή ταυτόχρονα με την υπόθεση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8.
Το ποσό του οφειλόμενου φόρου στην περίπτωση που δεν υπάρχει παράβαση Κ.Β.Σ. ή Αποκρυβείσα Φορολογητέα Ύλη, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) των ακαθάριστων εσόδων, τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των κατωτάτων ορίων των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου (ελεύθεροι επαγγελματίες που τήρησαν ή δεν τήρησαν βιβλία της Β’ κατηγορίας Κ.Β.Σ. και επιτηδευματίες που τήρησαν βιβλία της Β’ κατηγορίας Κ.Β.Σ.).
Η ζημιά της χρήσης που τυχόν περιλαμβάνεται σε κάθε περαιούμενη ανέλεγκτη υπόθεση φορολογίας εισοδήματος συμψηφίζεται με το ποσό των λογιστικών διαφορών που υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος και το τυχόν υπόλοιπο ποσό αυτής δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων ετών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού.
Εφόσον ο επιτηδευματίας έχει συμψηφίσει ζημιές προηγούμενων χρήσεων στην πρώτη, μετά την τελευταία περαιωθείσα με τον παρόντα νόμο, δήλωση φορολογίας εισοδήματος και υποβάλει, εντός μηνός από την περαίωση, συμπληρωματική ή τροποποιητική δήλωση, με διαγραφή των συμψηφισθέντων ζημιών, απαλλάσσεται των προσαυξήσεων ή προστίμων.
Τα ποσά φόρου που προκύπτουν βάσει της συμπληρωματικής ή τροποποιητικής δήλωσης θα καταβάλλονται κατά τα οριζόμενα στις γενικές διατάξεις.

 

Αρχή

 

 

 

¶ρθρο 7
Περαίωση υποθέσεων λοιπών φορολογικών αντικειμένων


Οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν.3259/2004 καθορίζουν τον τρόπο περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων.
 

Ειδικότερα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 η περαίωση κάθε μιας ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος συνεπάγεται αυτοδίκαια την περαίωση ως ειλικρινών όλων των ανέλεγκτων υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων, πλην Φ.Π.Α.
Κάθε μία εκκρεμής υπόθεση στην οποία έχει διενεργηθεί προσωρινός ή τακτικός έλεγχος και έχουν κοινοποιηθεί φύλλα ελέγχου ή πράξεις μέχρι 15-07-2004, για λοιπά φορολογικά αντικείμενα πλην Φ.Π.Α., περαιώνονται με την αποδοχή από τον επιτηδευματία του οφειλομένου, βάσει ελέγχου, φόρου ή τέλους χωρίς τις προσαυξήσεις και τα πρόστιμα.
2. Κατ’ εξαίρεση, για την περαίωση κάθε μιας εκκρεμούς υπόθεσης φόρου προστιθέμενης αξίας, εξετάζεται:

α) Αν σε κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις υφίσταται περίπτωση επαύξησης των δηλούμενων ακαθαρίστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στη παράγραφο 4 του άρθρου 6, επί των επιπλέον ακαθαρίστων εσόδων υπολογίζεται Φ.Π.Α. με την εφαρμογή ως συντελεστή του μέσου σταθμικού που προκύπτει από τη σχέση: συνολικός φόρος εκροών της εκκαθαριστικής δήλωσης (κωδικός 637) προς σύνολο φορολογητέων εκροών (κωδικός 607) επί 100, προσαυξημένου κατά 20%.
Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ο μέσος σταθμικός συντελεστής κατά τα ανωτέρω οριζόμενα ή αυτός που προσδιορίζεται είναι μηδενικός, τότε χρησιμοποιείται ο συντελεστής που ορίζεται στη παράγραφο 1 του
άρθρου 21 του ν.2859/2000 με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου.
β) Εάν το πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α έχει επαναπροσδιοριστεί είτε στην τελευταία περαιωθείσα χρήση μετά από οριστικό έλεγχο είτε σε κάποια από τις ανέλεγκτες μετά από προσωρινό έλεγχο χωρίς να έχει γίνει αντίστοιχη αναπροσαρμογή στις επόμενες περιοδικές και την εκκαθαριστική δήλωση, η διαφορά πιστωτικού υπολοίπου προσαυξάνει την οφειλή του Φ.Π.Α. της χρήσης αυτής.

Εάν δεν έχει αποδοθεί ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας με έκτακτη δήλωση από επιτηδευματίες φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι απαλλασσόμενα ή εκτός πεδίου εφαρμογής Φ.Π.Α. και ο οποίος προκύπτει από Δελτίο Πληροφοριών ή άλλο έγγραφο ημεδαπής ή αλλοδαπής αρχής, τότε ο φόρος αυτός αποτελεί οφειλή της χρήσης στην οποία ανάγεται και συμπληρώνεται στην ένδειξη (8) του απογραφικού δελτίου.

Στην περίπτωση κατά την οποία μέχρι την 15η Ιουλίου 2004 έχει κοινοποιηθεί μετά από έλεγχο, πράξη καταλογισμού Φ.Π.Α για ποσό το οποίο δεν έχει καταβληθεί με δήλωση παρά το ότι υπήρχε τέτοια υποχρέωση και επειδή για το ποσό αυτό δεν παρέχεται η δυνατότητα υποβολής συμπληρωματικής δήλωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 19, το ποσό αυτό θα καταγράφεται στο απογραφικό δελτίο (ένδειξη 8) και στην αντίστοιχη διαχειριστική περίοδο, ώστε να συμπεριλαμβάνεται στο εκκαθαριστικό σημείωμα και να καταβάλλεται μαζί με τα υπόλοιπα ποσά.
Επίσης εάν από τα στοιχεία του φακέλου και μόνο προκύπτει μη απόδοση Φ.Π.Α. σε κάποια χρήση, τότε ο μη αποδοθείς Φ.Π.Α. θα αναγράφεται στην ένδειξη (8) του Απογραφικού Δελτίου και θα προσαυξάνει την οφειλή Φ.Π.Α. της χρήσης αυτής.
Σε περίπτωση που έχει επιστραφεί κατά 90% το αιτούμενο πιστωτικό υπόλοιπο χωρίς έλεγχο, πριν την περαίωση της υπόθεσης θα γίνεται προσωρινός έλεγχος για την επιστροφή του 10% του πιστωτικού υπολοίπου, σύμφωνα με τις διαδικασίες και προϋποθέσεις που ορίζουν οι σχετικές διατάξεις για την επιστροφή Φ.Π.Α. Αυτονόητο είναι ότι σε περίπτωση που το συνολικό ποσό που ζητήθηκε για επιστροφή μέσα στη χρήση είναι κάτω από 6.000 ευρώ δεν απαιτείται προσωρινός έλεγχος.

 

Αρχή

 

 

¶ρθρο 8
Περαίωση παραβάσεων του Κ.Β.Σ.


Οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν.3259/2004 καθορίζουν τον τρόπο περαίωσης των παραβάσεων Κ.Β.Σ. Ειδικότερα:

Απαραίτητη προϋπόθεση για την περαίωση κάθε υπόθεσης είναι η ταυτόχρονη περαίωση και των πράξεων επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ που αφορούν την υπόθεση αυτή και εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ ή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων Α’ ή Β’ Βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.
Οι εκκρεμείς αυτές πράξεις προστίμου περαιώνονται με περιορισμό στο ένα τέταρτο (1/4) οποιουδήποτε επιβληθέντος προστίμου.
Με την κατά το παρόν άρθρο περαίωση συντάσσεται επί της Απόφασης Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ. σχετική πράξη Διοικητικής Επίλυσης της Διαφοράς υπογραφόμενη από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και τον επιτηδευματία.

Η υπογραφή της πράξης αυτής επιφέρει κατάργηση της τυχόν εκκρεμούς φορολογικής δίκης, για την επέλευση δε του αποτελέσματος αυτού αρκεί η προσαγωγή στο Διοικητικό Δικαστήριο προ ή κατά τη δικάσιμο, απλού αντιγράφου της παραπάνω απόφασης με την πράξη Διοικητικής Επίλυσης της Διαφοράς από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ ή επικυρωμένου αντιγράφου από τον επιτηδευματία.
Διευκρινίζεται ότι εάν μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ανέλεγκτης χρήσης παρεμβάλλονται περισσότερες από μία Δ.Ο.Υ., η πράξη Διοικητικής Επίλυσης της Διαφοράς επί της Απόφασης Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ., υπογράφεται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιος για την έκδοση του εκκαθαριστικού σημειώματος.

 

Αρχή

 

 

¶ρθρο 9
Διαδικασία περαίωσης


1. Για την υλοποίηση της περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, συντάσσει Απογραφικό Δελτίο στο οποίο περιέρχονται όλα τα κατά περίπτωση αναγκαία δεδομένα για την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Στη συνέχεια με βάση τα δεδομένα αυτού του σημειώματος εκδίδεται εις διπλούν Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, το οποίο περιέχει για κάθε μία υπόθεση και τα ακόλουθα στοιχεία:

α) Την αρμόδια Δ.Ο.Υ και τον κωδικό της Δ.Ο.Υ στην οποία υπεβλήθη η τελευταία ανέλεγκτη χρήση.
β) Τα οικονομικά έτη που εκκρεμούν.
γ) Τη Νομική Μορφή της επιχείρησης και τη Κατηγορία Βιβλίων.
δ) Τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα.
ε) Την αποκρυβείσα Φορολογητέα ύλη ή άλλη παράβαση Κ.Β.Σ. από τις αναφερόμενες στην περίπτωση 5 του άρθρου 2.
στ) Τα δηλούμενα Καθαρά Κέρδη.
ζ) Τον προβλεπόμενο μοναδικό Σ.Κ.Κ.
η) Τον μέσο σταθμικό Συντελεστή Φ.Π.Α.
θ) Τη βάση υπολογισμού του φόρου.
ι) Το Συντελεστή του φόρου περαίωσης.
ια) Το ποσό του φόρου περαίωσης.
ιβ) Τη διαφορά του Φ.Π.Α. με βάση των αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.
ιγ) Τη διαφορά του Φ.Π.Α. από τυχόν επαναπροσδιορισμό του Πιστωτικού Υπολοίπου ή τον μη αποδοθέντα Φ.Π.Α .(παράγραφος 3 άρθρο 7).
ιδ) Το σύνολο του φόρου περαίωσης κατά χρήση και το σύνολο της οφειλής.
ιε) Το ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) της συνολικής οφειλής που πρέπει να καταβληθεί με την υπογραφή της πράξης περαίωσης.

Εάν μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ανέλεγκτης χρήσης παρεμβάλλονται περισσότερες από μία Δ.Ο.Υ., το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ εκδίδεται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ που είναι αρμόδια για την τελευταία ανέλεγκτη χρήση. Σ’ αυτήν, αποστέλλεται από τις άλλες Δ.Ο.Υ που είναι αρμόδιες για τις προηγούμενες χρήσεις σχετικό ΑΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ μαζί με αντίγραφο τυχόν εκκρεμούς Πράξης Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ που αφορά την χρήση αυτή.
Αρμόδιος για τη συμπλήρωση του Απογραφικού Δελτίου και την έκδοση του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, προκειμένου περί ατομικών επιχειρήσεων συζύγων ή ατομικής επιχείρησης του ενός συζύγου, είναι ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιος για την παραλαβή και τον έλεγχο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας εκκρεμούς χρήσης.
Διευκρινίζεται ακόμα ότι η συμπλήρωση του απογραφικού δελτίου περαίωσης υποθέσεων γίνεται σύμφωνα με τις επεξηγήσεις που αναγράφονται επ’ αυτού σε συνδυασμό με τις οδηγίες και διευκρινίσεις που δόθηκαν στα προηγούμενα άρθρα της παρούσας όσον άφορά τις έννοιες της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης, του Μ.Σ.Κ.Κ. και του μέσου σταθμικού συντελεστή εισοδήματος και Φ.Π.Α. καθώς και των δηλούμενων ακαθαρίστων εσόδων και καθαρών κερδών κλπ.
3. Το ένα αντίτυπο του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος αποστέλλεται ταχυδρομικώς στον επιτηδευματία και το άλλο παραμένει στην αρμόδια για την τελευταία ανέλεγκτη χρήση Δ.Ο.Υ που αναγράφεται σ’ αυτό.

Κατ’ εξαίρεση στον Προϊστάμενο της ίδιας Δ.Ο.Υ παραμένουν και τα δύο αντίτυπα του Σημειώματος αυτού προκειμένου για επιτηδευματία φυσικό πρόσωπο ή επιτηδευματία μη φυσικό πρόσωπο που μέχρι και το έτος 2002 είχε διακόψει τις εργασίες του ή είχε λυθεί κατά περίπτωση.
Ο επιτηδευματίας, εφόσον επιθυμεί να περαιώσει τις ανέλεγκτες υποθέσεις του, προσέρχεται στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ που αναγράφεται στο Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, συμπληρώνει τις οικείες ενδείξεις και επί του Σημειώματος αυτού συντάσσεται σχετική πράξη, η οποία υπογράφεται από τον ίδιο και τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κατά την υπογραφή της πράξης καταβάλλεται υποχρεωτικώς το δέκα τοις εκατό (10%) του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος, Φ.Π.Α και τυχόν προστίμου Κ.Β.Σ.

Η υπογραφή από τον επιτηδευματία αυτής της πράξης συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη αποδοχή του περιεχομένου του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος, καθώς και όλων όσων ορίζονται με τον κοινοποιούμενο νόμο σχετικά με την περαίωση των παραπάνω υποθέσεών του.

Η κατά τα παραπάνω προθεσμία προσέλευσης και υπογραφής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος.
Σε περίπτωση που δεν παραλήφθηκε αυτό ταχυδρομικά η προθεσμία προσέλευσης και υπογραφής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από χρονικό διάστημα δέκα (10) ημερών από την κοινοποίησή του επί αποδείξει.
Η αποδοχή από τον επιτηδευματία του Εκκαθαριστικού Σημειώματος συνεπάγεται την αυτόματη περαίωση όλων των δηλώσεων εισοδήματος και λοιπών φόρων που αφορούν τις χρήσεις αυτές και επιφέρει όλα τα αποτελέσματα της Διοικητικής Επίλυσης της Διαφοράς, τα δε καταβληθέντα στο Δημόσιο χρηματικά ποσά κατ’ εφαρμογή της ρύθμισης αυτής δεν αναζητούνται.
Εφόσον κατά την τελευταία περαιούμενη με τις διατάξεις της παρούσης, χρήση, υφίστανται μεταφερόμενα υπόλοιπα αφορολογήτων κρατήσεων και αφορολογήτων αποθεματικών, δύναται επ’ αυτών να διενεργηθεί έλεγχος μόνο για την εξακρίβωση του μεταφερομένου ποσού χωρίς τη δυνατότητα επιβολής φόρου για τις περαιωθείσες χρήσεις.

Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για την αναπόσβεστη αξία που μεταφέρεται από την τελευταία περαιούμενη χρήση.
Κατ’ εξαίρεση των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, σε περίπτωση που μετά την υπογραφή από τον επιτηδευματία της πράξης αποδοχής του Εκκαθαριστικού Σημειώματος περιέλθουν σε γνώση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ νέα στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του
άρθρου 68 του ν.2238/1994, εκδίδεται σύμφωνα με αυτά συμπληρωματικό φύλλο ελέγχου και συμψηφίζεται ο καταβληθείς φόρος εισοδήματος και Φ.Π.Α.
Ο επιτηδευματίας του οποίου υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων και δεν έχει συζητηθεί στο ακροατήριο, του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, εάν επιθυμεί την περαίωσή της μαζί με όλες τις επόμενες ανέλεγκτες χρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοποιούμενου νόμου, θα πρέπει να υποβάλλει το αργότερο μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αίτηση στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για την υπόθεση που εκκρεμεί στο Δικαστήριο, με την οποία θα ζητεί την έκδοση σχετικού ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ, προσκομίζοντας ταυτόχρονα Βεβαίωση από το αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο ότι η υπόθεσή του δεν έχει ακόμη συζητηθεί στο ακροατήριο.
Εάν η αρμόδια Δ.Ο.Υ για την έκδοση του ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση, η τελευταία διαβιβάζει την αίτηση μαζί με τη βεβαίωση του Δικαστηρίου και το σχετικό Απογραφικό Δελτίο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ για την έκδοση του ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ.

Επίσης διαβιβάζεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ταυτόχρονα και αντίγραφο τυχόν εκκρεμών πράξεων επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. Για την υπογραφή της σχετικής πράξης αποδοχής ισχύει το αναφερόμενο στην παράγραφο 4 χρονικό διάστημα.
Ο επιτηδευματίας φυσικό πρόσωπο του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου (περίπτωση διακοπής – λύσης) που επιθυμεί να περαιώσει τις ανέλεγκτες υποθέσεις του προσέρχεται το αργότερο μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη κατάθεση του παρόντος νόμου στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ που βρίσκεται το Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα που τον αφορά ή αν αυτό δεν έχει ακόμη εκδοθεί, εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίησή του σε αυτόν και ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού.

Προκειμένου για επιτηδευματία μη φυσικό πρόσωπο του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου (περίπτωση διακοπής – λύσης), η περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεών του μπορεί να ζητηθεί από οποιοδήποτε μέλος ή εταίρο ή διευθύνοντα ή εντεταλμένο σύμβουλο ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου του κατά περίπτωση, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.

Σ’ αυτή την περίπτωση το μέλος ή ο εταίρος ή ο διευθύνων ή ο εντεταλμένος σύμβουλος ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου αναλαμβάνει και όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κατά τον παρόντα νόμο περαίωση των υποθέσεων, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την εξάλειψη των συναφών υποχρεώσεων των άλλων συνυποχρέων.
8. Το Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα αμέσως μετά τη σύνταξη επ’ αυτού της σχετικής πράξης και την υπογραφή της καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο, στο οποίο αναγράφονται ο αύξων αριθμός, το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του επιτηδευματία, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), το επάγγελμα, η διεύθυνσή του, τα περαιούμενα οικονομικά έτη καθώς και τα ποσά των φόρων ανά Κωδικό Αριθμό.
Το προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο θα τηρείται μηχανογραφικά με χρήση σχετικής εφαρμογής που υπάρχει επίσης στο site της Διεύθυνσης Ελέγχου
http://10.16.59.100.

 

Αρχή

 

 

¶ρθρο 10
Βεβαίωση των φόρων


1. Ο φόρος εισοδήματος, τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. και οι λοιποί φόροι, τέλη και γενικά οι λοιπές φορολογικές υποχρεώσεις που προκύπτουν με βάση τις διατάξεις του κοινοποιούμενου νόμου βεβαιώνονται στο όνομα του υπόχρεου. Κατ’ εξαίρεση, στη περίπτωση που η περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων επιτηδευματία μη φυσικού προσώπου ζητήθηκε με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 9 από το μέλος ή τον εταίρο του ή τον διευθύνοντα ή τον εντεταλμένο σύμβουλο ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου του, ο φόρος εισοδήματος, ο φόρος προστιθέμενης αξίας, οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα βεβαιώνονται στο όνομα του προσώπου το οποίο υπέγραψε την προβλεπόμενη από το ίδιο άρθρο πράξη.
Η βεβαίωση ενεργείται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ που έχει εκδώσει το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, τόσο για το σύνολο της οφειλής που προκύπτει απ’ αυτό, όσο και για τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. από τυχόν εκκρεμείς πράξεις που περαιώθηκαν μαζί με αυτό, σύμφωνα με τον κοινοποιούμενο νόμο.
Για τη βεβαίωση των οφειλόμενων ποσών ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ συντάσσει χρηματικό κατάλογο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Παράλληλα, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ που ενήργησε τη βεβαίωση, αποστέλλει στις άλλες Δ.Ο.Υ που τυχόν είναι αρμόδιες για κάποια από τις χρήσεις που περαιώθηκαν σύμφωνα με τον κοινοποιούμενο νόμο:

α) Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ μετά της επ’ αυτού πράξης αποδοχής από τον επιτηδευματία.
β) Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της Πράξης Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ. μετά της επ’ αυτής Διοικητικής Επίλυσης της Διαφοράς που περαιώθηκε με τον κοινοποιούμενο νόμο και έχει εκδοθεί από άλλη Δ.Ο.Υ.

Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις.

 

Αρχή

 

 

¶ρθρο 11
Τρόπος καταβολής των φόρων


Τα υπόλοιπα του φόρου εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας που περιλαμβάνονται στο Ειδικό Εκκαθαριστικό Σημείωμα, όπως και των τυχόν προστίμων Κ.Β.Σ. που αφορούν τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις του επιτηδευματία καταβάλλονται ως ακολούθως:

α) όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις, χωρίς όμως το ποσό της κάθε δόσης να υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ.
β) όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι πάνω από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, σε δέκα οκτώ (18) ίσες μηνιαίες δόσεις.

Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου υπογράφηκε η σχετική πράξη επί του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται σχετική ειδοποίηση του υπόχρεου.
Σε περίπτωση που ολόκληρο το οφειλόμενο κατά την παράγραφο 1 ποσό καταβληθεί μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού 5%.
Σε ότι αφορά την έκπτωση 5% στις περιπτώσεις εφάπαξ καταβολής του οφειλόμενου ποσού διευκρινίζεται ότι η έκπτωση αυτή υπολογίζεται επί του ποσού της αρχικής συνολικής οφειλής όταν ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό καταβληθεί με την υπογραφή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος ή επί του υπολοίπου (μετά την αφαίρεση του 10%), όταν ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό καταβληθεί μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης.
Τέλος, οι ως άνω διατάξεις ισχύουν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του
άρθρου 41 ν.3259/2004 από την 15η Ιουλίου 2004, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις αυτού.

 

Αρχή

Κατηγορία: Εγκύκλιοι - ΠΟΛ
Εμφανίσεις: 6480